Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκαρβελλωμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

ο αναρριχημένος.

Συνώνυμα:

Σκαρβελλωτός, -ή, -όν, Σκαρφαλλωμένος, -η, -ον