Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πάστα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τα ζυμαρικά. 2. πολτός από ποικίλα υλικά μαγειρικής. 3.ατομικό γλυκό με παντεσπάνι. 4. μαλακή ή εύπλαστη μάζα που προέρχεται από ανάμειξη υλικών. 5. μτφ. ο τύπος ανθρώπου.