Δουλεία, δουλοπαροικία, δουλεμπόριο

Image

Υπήρχε σαφής νομική διάκριση ανάμεσα στην δουλεία και στην δουλοπαροικία τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα, αν και στην πραγματικότητα πολύ λίγο διέφεραν οι συνθήκες διαβίωσης των δούλων και των δουλοπάροικων. Οι δούλοι ήσαν ουσιώδης κατηγορία εργατικού δυναμικού στην αρχαιότητα, τάξη νομικά καθορισμένη και, μαζί με τους δουλοπάροικους, πολύτιμη και την παραγωγική διαδικασία, συχνά πολυτιμότερη από τους ελεύθερους μισθωτούς εργάτες, ιδίως στη γεωργία, την κύρια πηγή πλούτου για τις άρχουσες τάξεις, οι οποίες εκαρπούντο τους μόχθους των δούλων και την απόλυτη υπεραξία της παραγωγικής τους εργασίας τότε. Αυτό δεν σήμαινε ότι ο γενικός όγκος της παραγωγής προερχόταν από τους δούλους και τους δουλοπάροικους, τουλάχιστον ως τον 4ο αι. μ.Χ., οπότε η καταναγκαστική εργασία γενικεύθηκε στο χριστιανικό Ρωμαϊκό κράτος. Οι δούλοι αγοράζονταν και πωλούνταν ως άψυχα πράγματα, αλλά οι δουλοπάροικοι ήσαν προσκολλημένοι στη γη που καλλιεργούσαν και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν από αυτήν.

 

Από τους γενικούς αυτούς κανόνες κοινωνικής οργάνωσης του αρχαίου κόσμου, ανατολικής προελεύσεως, δεν εξαιρέθηκε η Κύπρος, στην οποία βρίσκουμε σαφείς μαρτυρίες και της δουλείας και της δουλοπαροικίας στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, κληρονομιά της Κλασικής περιόδου (βλ. και λήμμα αγροτική ζωή). Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο γενικεύθηκε η δουλοπαροικία και δεν εξέλιπε η δουλεία, αν και παρέμειναν και εστίες ελευθέρων χωρικών και τεχνιτών. Η προσκόλληση στη γη απαίτησε πιο έντονο φορολογικό χαρακτήρα: οι κληρονομικοί δουλοπάροικοι (coloni στα λατινικά), βασικός τώρα παράγων της αγροτικής παραγωγής, υπόκεινται σε βαριά φορολογία, ιδίως με τη μονιμοποίηση των έκτακτων εισφορών. Η annona, που διαμορφώθηκε έτσι, έγινε ο σπουδαιότερος φόρος και η κύρια πηγή εισοδημάτων του κράτους από την μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού* (τέλος 4ου αι.) κ.ε., και επειδή ήταν πληρωμή εις είδος, βάρυνε μόνο τον αγροτικό πληθυσμό. Από την εποχή αυτή και πέρα η capitatio jugatio, συνδυασμός προσωπικού φόρου και φόρου κατοχής γης, απετέλεσαν τα συστατικά στοιχεία της annona: το jugum = ζευγάρι, ήταν κομμάτι γης καθορισμένης έκτασης και αξίας, που μπορούσε να καλλιεργηθεί από ένα άτομο ˙ το caput = κεφαλή (βυζαντινό ζευγαρατίκιον). Αν και λογιστικά jugum και caput υπολογίζονταν χωριστά, ένα jugum δεν μπορούσε να φορολογηθεί παρά μόνο αν σε αυτό αντιστοιχούσε μια κεφαλή και τανάπαλιν. Η αντιστοίχηση αυτή συχνά γινόταν δύσκολη λόγω της αποψιλώσεως της υπαίθρου, κι αυτό ενέτεινε την υποχρεωτική πρόσδεση των κεφαλών στα ζευγάρια, δηλαδή την δουλοπαροικία ως αναγκαίο οικονομικό και δημοσιονομικό θεσμό του Βυζαντινού κράτους, καθώς και την επιβολή, δηλαδή την υποχρεωτική χορήγηση ακαλλιέργητης κρατικής γης σε ιδιώτες για καλλιέργεια με αντίστοιχη υποχρέωσή τους να καταβάλλουν τον σχετικό φόρο. Ο θεσμός αυτός υπήρχε ήδη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο και κατάγεται επίσης από την Ανατολή και συνεχίζεται και επί Τουρκοκρατίας (chiftlik). Με την ανάλυση αυτή του θέματος από τον Georg Ostrogorsky (Hist. of the Byz. State, Transl. by J.M. Hussey, London, 1968, σσ. 40-41 κ.ά.), διαφωνούν άλλοι ειδικοί όπως ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος. Στην Κύπρο ίσχυαν οι πιο πάνω βυζαντινοί θεσμοί παρά τις αραβικές επιδρομές (649- 963/4) ως το 1191, οπότε η φραγκική κατάκτηση τους παραλαμβάνει και τους μονιμοποιεί με ελαφρές τροποποιήσεις προς το χειρότερο - αιτία αλλεπαλλήλων αγροτικών εξεγέρσεων, όπως και κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

 

Στα 1211 ο Wilbrand von Oldenburg περιγράφει τους Ελληνοκυπρίους ως αμαθείς βιλάνους των Φράγκων κυριάρχων, στους οποίους πληρώνουν φόρους ως δούλοι (servi) αντί στους Βυζαντινούς γαιοκτήμονες- προνοιαρίους που τώρα έχουν κατά το πλείστον εγκαταλείψει την Κύπρο. Με τον όρο αυτό ο Oldenburg εννοεί τους πάροικους ή δουλοπάροικους. Οι πάροικοι πλήρωναν ετήσιο φόρο κατά κεφαλήν και εργάζονταν υποχρεωτικά δυο μέρες την εβδομάδα στη γη των φεουδαρχών, στους οποίους ανήκαν οι ίδιοι και η γη τους. Οι τελευταίοι εισέπρατταν το 1/3 της παραγωγής των παροίκων εκτός του σπόρου, όπως και επί των δουκών, δηλαδή των Βυζαντινών διοικητών του νησιού, αύξησαν όμως το ύψος του φόρου και πουλούσαν τους πάροικους μαζί με τα φέουδα. Οι πάροικοι εχρησιμοποιούντο σαν ζώα και οι κύριοί τους μπορούσαν να τους επιβάλουν όλες τις ποινές εκτός από τον ακρωτηριασμό και τον θάνατο, που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Υψηλής Αυλής.

 

Σχετικά με τη θέση των δουλοπάροικων επί Φραγκοκρατίας, καθώς και για τη μερική διατήρηση του θεσμού επί Τουρκοκρατίας, βλ. και λήμμα αγροτική ζωή.

 

Οι καθαυτό δούλοι επί Τουρκοκρατίας ήταν κυρίως μαύροι Αφρικανοί, των οποίων το δουλεμπόριο ήταν συχνό στις παραλιακές κυρίως πόλεις, και αυξήθηκε κατά την τελευταία κυρίως δεκαετία της περιόδου αυτής. Τον Ιναουάριο του 1872 συνελήφθη καπετάνιος πλοίου με την κατηγορία του δουλεμπορίου και εστάλη από τον κυβερνήτη Αζίζ πασά στην Κωνσταντινούπολη για να δικαστεί, με πιθανή ποινή μονοετή φυλάκιση, σύμφωνα προς έγγραφο του Άγγλου προξένου σερ Χένρυ Έλλιοτ. Άλλοτε διατυπώνονταν κατηγορίες σιωπηρής επιδοκιμασίας του δουλεμπορίου κατά των προξένων, ενώ άλλοι παρείχαν άσυλο στους δούλους  που προσπαθούσαν να ελευθερωθούν (π.χ. στα 1873 στο βρετανικό προξενείο). Στα 1830 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' διέταξε την απελευθέρωση όλων των δούλων που δεν είχαν ασπασθεί το Ισλάμ και ο  Αβδούλ Μετζίτ διέταξε (1846) το κλείσιμο της δουλεμπορικής αγοράς στην αυτοκρατορία ˙ αυτή, ωστόσο, συνεχίστηκε μυστικά. Στα 1845 οι δούλοι στην Κύπρο ανέρχονταν σε 2.000, κι όσοι εργάζονταν σε χριστιανικές οικογένειες διατηρούσαν το μουσουλμανικό τους θρήσκευμα. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε με τους χριστιανούς μαύρους δούλους σε μουσουλμανικές οικογένειες, που ήσαν πολλοί και κληρονομικοί, από γονιό σε παιδί, όπως οι δούλοι στις χριστιανικές οικογένειες.

 

Και επί βρετανικής κατοχής της Κύπρου παρέμειναν κατάλοιπα δουλείας για τα οποία έγινε συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων, όπου προβλήθηκε ως δικαιολογία ότι το Νομοθετικό Συμβούλιο της Κύπρου δεν είχε ζητήσει την κατάργηση του θεσμού! (Hill, IV, σσ. 252 - 255). Βάσει των γαλλικών διομολογήσεων του 1535 κάθε δούλος για τον οποίο οι Γάλλοι πρέσβεις, πρόξενοι ή βαΐλοι θα ζητούσαν να ελευθερωθεί, θα ελευθερωνόταν από τους Τούρκους, και το δουλεμπόριο και η σύλληψη ανθρώπων ως δούλων έπρεπε να καταργηθούν στην αυτοκρατορία (άρθρα 10 και 11, βλ. Θ. Παπαδοπούλλου, Προξενικά Ἒγγραφα τοῦ ΙΘ' αἰῶνος, Λευκωσία, Κ.Ε.Ε., σ. 479). Αυτοί φυσικά οι όροι δεν τηρήθηκαν στην Κύπρο και σε όλη την αυτοκρατορία ποτέ αυστηρά, και μόνο με τη σύμβαση της Γενεύης του 1926 που υπεγράφη από την Κοινωνία των Εθνών καταργήθηκε παντού οριστικά ο τραγικός θεσμός της δουλείας. 

 

Ας σημειωθεί ότι στα εκκλησιαστικά κτήματα επί Τουρκοκρατίας εργάζονταν διά βίου αρκετοί δούλοι Έλληνες και ξένοι, στην πραγματικότητα δουλοπάροικοι, που αναφέρονται στα εκκλησιαστικά κατάστιχα και άλλες πηγές. Όσοι απελευθερώθηκαν για κάποιο λόγο, ήταν γνωστοί ως απόδουλοι, όπως οι τέως καλόγεροι λέγονταν αποκαλόγεροι.