1) Τιμάριο, περιοχή υπό την κυριαρχία ή υπό τη διοίκηση δούκα, όπως το δουκάτο της Σαξονίας, το Μέγα δουκάτο του Λουξεμβούργου. 2) Είδος χρυσού νομίσματος που από τον 11ο μέχρι το 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σ' ολόκληρη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Μεσόγειο. Το δουκάτο εχρησιμοποιείτο ευρύτατα και από τους ξένους εμπόρους που για εμπορικούς σκοπούς επισκέπτονταν την Κύπρο, ιδιαίτερα από το 14ο μέχρι το 18ο αιώνα. Το δουκάτο μαζί με άλλα βενετικά νομίσματα όπως ήταν τα δηνάρια ή κάρτζια και τα σιζίνια, που ήταν νομίσματα μικρότερης ονομαστικής αξίας και αποτελούσαν ουσιαστικά τις υποδιαιρέσεις του, υπήρξε το επίσημο νόμισμα της Κύπρου κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1489- 1571).
Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την προέλευση της ονομασίας του δουκάτου (λατιν. ducatum, ιταλ. ducato, γαλλ. ducat). Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτή προήλθε από το διοικητή της Ιταλίας Λογγίνο, ο οποίος αφού επαναστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα της Ανατολής Ιουστίνου Β' (565-578), έλαβε τον τίτλο του δούκα της Ραβέννης και έκοψε νομίσματα που ονομάστηκαν δουκάτα και έφεραν την εικόνα και το όνομά του. Άλλοι (Δουκάγγιος) υποστηρίζουν ότι τα πρώτα δουκάτα έκοψε ο δούκας της Απουλίας Ρογήρος Β' το 1140, τα οποία ήταν χρυσά και έφεραν την εικόνα του Χριστού με την επιγραφή "Sit tibi, Christe, datus quem tu regis, iste ducatus" (Σε σένα, Χριστέ, τούτο το δουκάτο, του οποίου είσαι βασιλιάς). Αλλά κατά την πιθανότερη εκδοχή, δουκάτα ονομάστηκαν για πρώτη φορά τα χρυσά νομίσματα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Γ (1059- 1067) και του γιου του Μιχαήλ (1071-1078), οι οποίοι πρόσθεσαν σ' αυτό και το οικογενειακό τους όνομα Δούκας ˙ τα νομίσματα αυτά είχαν διαδοθεί πολύ στην Ιταλία και τη Σικελία κατά τις πρώτες Σταυροφορίες.
Περίφημα ήταν τα χρυσά δουκάτα της Βενετίας τα οποία έφεραν την επιγραφή "Ducatus Reipub". Κόπηκαν για πρώτη φορά το 1284 από τον δόγη Ιωάννη Δάνδολο. Το ζωηρό και ανθηρό εμπόριο της Βενετίας ευνόησε την ευρύτατη κυκλοφορία του, πράγμα που οδήγησε στη διάδοση και ευρεία αποδοχή του. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί η νομισματική βάση του μεσογειακού και δυτικού εμπορίου, ιδιαίτερα κατά το 16ο αιώνα. Επί εποχής του δόγη Μοτσενίγου (αρχές του 15ου αιώνα), κόβονταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο δουκάτα. Τα δουκάτα, ονομάζονταν και τσεκίνια (zecchini από τη λέξη zecca = νομισματοκοπείο). Πολλά ευρωπαϊκά κράτη, και ιδιαίτερα η Ισπανία, κατά το 15ο και 16ο αιώνα έκοβαν δουκάτα που αποτελούσαν απομίμηση των βενετικών. Τέτοια νομίσματα στον ελληνικό χώρο κόβονταν και κυκλοφορούσαν στη Ρόδο από το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, από το 14ο μέχρι το 16ο αιώνα.
Σε πολλές ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες παράλληλα με τα πραγματικά δουκάτα κυκλοφορούσαν και τα πλασματικά. Υπήρχαν επίσης και αργυρά δουκάτα δυο ειδών, τα τραπεζικά που εχρησιμοποιούντο από την κυβέρνηση ως θεωρητικές ή τραπεζικές μονάδες και αντιστοιχούσαν σε διαφορετική αξία κάθε φορά, και τα κοινά των οποίων η τιμή ήταν κατά 20% μικρότερη από την τιμή των πρώτων και εχρησιμοποιούντο στο εμπόριο. Η αποτίμησή τους σε φράγκα ήταν: 5,02 και 4,18. Το 1570 κόπηκε τρίτο είδος αργυρού δουκάτου, το ducato corrente piccolo του οποίου η αξία ήταν κατά 16% μικρότερη των κοινών, δηλαδή 3,24 φράγκα.
Από τους Βενετούς παρέλαβαν το δουκάτο η Νεάπολη, η Φλωρεντία (φιορίνια), η Πάρμα και άλλες πόλεις. Επίσης το δουκάτο χρησιμοποιήθηκε ως νόμισμα και από τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Πολωνία, τη Ρωσία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ισπανία και τη Ραγούζα. Το βάρος και η αξία των δουκάτων ποίκιλλε από τη μια χώρα στην άλλη.
Τα βενετικά δουκάτα κυκλοφορούσαν στην Κύπρο πολύ πριν ακόμη το νησί καταληφθεί από τους Βενετούς. Από ένα έγγραφο πληροφορούμαστε ότι στις 23 Νοεμβρίου του 1534 ένδεκα έμποροι ίδρυσαν στη Ραγούζα εμπορική εταιρεία με σκοπό την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Η εταιρεία αυτή διέθετε σημαντικό κεφάλαιο που απετελείτο από άσπρα, βενετικά δουκάτα και υφάσματα.
Ένα βενετικό δουκάτο το 1310 ισοδυναμούσε με 10 λευκά βυζάντια, το 1529 ένα βενετικό δουκάτο ισοδυναμούσε με 7,10 χρυσές ιταλικές λίρες, ενώ τον 18ο αιώνα ένα βενετικό δουκάτο ισοδυναμούσε με 3 πιάστρα και 12 παράδες. Την ίδια εποχή ένα ραγουζαίικο δουκάτο ισοδυναμούσε με 2 πιάστρα και 5 παράδες.
ΧΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ