Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ταούλλιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τύμπανο φτιαγμένο από δέρμα. 2. βλ. ταούλλης (1. ο πρησμένος. 2. ο οχληρός. 3. ο παχύς).

Συνώνυμα:

Τάουλλος (ο), Ταούλλα (η)