Έτσι λέγεται το σανίδι πάνω στο οποίο πλάθονται από τις οικοκυρές στα χωριά οι άρτοι και τα ψωμιά. Η λέξη είναι σύνθετη, από το ρ. δκιαρτίζω και το ουσ. σανίδιν. Το ρ. δκιαρτίζω (=πλάθω άρτους) είναι αρχαίο ελληνικό: κατά τον Σουίδα, διαρτίζω = πλάθω. Πρβλ. και το λαϊκό τραγούδι:
Σου, Μαρουδκιά τα 'ζύμωσες
τζ' άλλος ας τα δκιαρτίσει...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια