Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Οι αρχαίοι συγγραφείς την θεωρούν είτε κόρη του Ουρανού και της Γης, είτε κόρη του Νηρέως και της Δωρίδος, είτε κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, είτε μια από τις Δωδωνίδες νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, είτε Ατλαντίδα, σύζυγο του Ταντάλου και μητέρα του Πέλοπος και της Νιόβης. Το όνομά της σημαίνει σύζυγος του Διός και σαν τέτοια λατρεύτηκε επίσης. Από τα σημαντικά κέντρα λατρείας της στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν η Δωδώνη (στην Ήπειρο), όπου και ο φημισμένος ναός του Διός.
Σύμφωνα προς ένα από τους πολλούς μύθους τους σχετικούς με την καταγωγή της Αφροδίτης, η Κυπρία θεά του έρωτα ήταν κόρη του Διός και της Διώνης. Έτσι η Αφροδίτη ήταν γνωστή και με το επίθετο Διωναίη (Όμηρος, Ευριπίδης, Θεόκριτος, Βιργίλιος κ.ά.).
Σαν μητέρα της Αφροδίτης, η Διώνη πιθανό να λατρεύτηκε και στην αρχαία Κύπρο.
Η Διώνη ταυτίστηκε με επιφανείς θεότητες της ελληνικής μυθολογίας, σύμφωνα με τον σχολιαστή της Οδύσσειας με την Ήρα και άλλοι την εξομοιώνουν με τη Γαία γιατί αρχικά αυτή λατρεύονταν στη Δωδώνη και με την καθιέρωση της λατρείας του Πελασγικού Δία, η Γαία γίνεται σύζυγος του Διός και μετονομάζεται σε Διώνη.
Επίσης, ταυτίζεται με την Αφροδίτη, η οποία θεωρείται και κόρη της από πολλούς συγγραφείς διαφόρων εποχών, όπως ο Όμηρος, ο Θεόκριτος, ο Διονύσιος ο περιηγητής, ο Αιλιανός κ.ά. Ο Ευριπίδης στην Ελένη (1098) αναφέρει "Σε σένα προσευχόμαστε, παιδί της Διώνης, Αφροδίτη, στην Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη (1.13) διαβάζουμε "Από τη Διώνη αυτός (ο Ζευς) απέκτησε την Αφροδίτη". Ο Όμηρος αναφέρει πως την Αφροδίτη αποκαλούσαν και Διωναία και ο Θεόκριτος την προσφωνεί "Διωναία Κύπρι" (XV 106-108). Επίσης, στην Ιλιάδα (Ε, 370) ο ποιητής αναφέρει:
"Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε "Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο ;"
Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη "Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται."
Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διό λόγια "Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη. Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας.
Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.
Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, μόν στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του.
Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.
Έπαθε ο Άδης ο βαθύς μιά σαϊτιά κι' εκείνος, όταν στη μέση των νεκρών, στην Πύλο, ο ίδιος πάλι του Δία ο γιος τον πλήγωσε κι' αφάνισε στους πόνους.
Ο Άδης τότε ανέβηκε στα θεϊκά λημέρια και στον απέραντο Έλυμπο με την καρδιά θλιμένη, πονώντας σ' όλο το κορμί· και τ' όπλο καρφωμένο στην πλάτη τη βασταγερή τον κατατυραννούσε. Μα βάζοντας ο Γιρτρεφτής μαλαχτικά βοτάνια τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος.
Τώρα η κουκουβαγιόματη θεά Αθηνά κι' εσένα σούστειλε αφτόν ... Θεότρελος! που δε λογιάζει ο νους του, σαν πολεμάς με τους θεούς πως δεν πολυχρονίζεις, ούτε απ' τον πόλεμο γυρνάς κι' απ' τη σφαγή ν' ακούσεις στα γόνατά σου τα γλυκά λογάκια των παιδιών σου.
Έτσι ας προσέξει, όσο πολύ κι' αν είναι παλικάρι, μήπως στη μάχη άλλος κανείς του βγει πιο δυνατός του, κι' η Γιάλα η αρχοντόθρεφτη καμιά νυχτιά απ' τον ύπνο σηκώσει με τα κλάματα το σπιτικό της όλο, το τέρι της γυρέβοντας, τον πρώτο απ' τους Αργίτες, η γνωστικιά του φοβερού Διομήδη γυναικούλα."
Ετσι είπε, και της σφούγγιζε το θεϊκό νιχώρα με τα διό χέρια· κι' έγιανε το χέρι, κι' οι βαριοί της
πόνοι μαλάκωσαν."
Ο Κάρλ Κερένϋι στο βιβλίο του "Ελληνική Μυθολογία" αναφέρει: "Δεν ήταν βέβαια σ' εμάς το όνομα Αφροδίτη το μοναδικό όνομα της μεγάλης Θεάς του έρωτος. Ονομαζόταν επίσης με το ελληνικό όνομα Διώνη. Έτσι αντηχεί ο θηλυκός τύπος του Διός. Μπορεί κιόλας να συγκριθή με τη λατινική Διάνα. Διώνη σημαίνει: θεά του γαλάζιου ουρανού. Η Διώνη ήταν επίσης γνωστή και ως θεά των νερών. Στη Δωδώνη λατρεύτηκε μαζί με τον Δία ως πηγαίο θεό, ως σύζυγος του ύψιστου θεού και ως θεά των πηγών, από την οποία δεχόταν χρησμούς.
Ο Ησίοδος την συναριθμεί στις Ωκεανίδες. Για τους ορφικούς η Διώνη ήταν κόρη του Ουρανού. Η θεμελίωση του μαντείου της Δωδώνης αναγόταν σ' ένα περιστέρι. Εκείνοι, όπως ο Όμηρος, που θέλαν να υποτάξουν τη μεγάλη θεά Αφροδίτη τελείως στον Δία, την παρουσίασαν ως κόρη του Διός και της Διώνης. Πλάι σ' αυτή τη διήγηση για την καταγωγή της Αφροδίτης από τον Δία και την Διώνη συμβάδιζε και η ιστορία της άμεσης καταγωγής της από τον Ουρανό, με την οποία αρχίζουν οι ιστορίες για τη μεγάλη Θεά του έρωτος". Επίσης, ως μαντική θεότητα αυτίζονταν με τις αδελφές της Θέμις και Φοίβη. Η Φοίβη είχε τον έλεγχο του μαντείου των Δελφών, ενώ η Θέμις ήταν μαντική χθόνια θεότητα τόσο του δελφικού όσο και του δωδωναίου μαντείου.
Ο Φίλωνας (Fragm. Hist. Graec. Γ' 568) ταυτίζοντας τη Βααλτίδα με τη Διώνη γράφει ότι κατά διαταγή του πατέρα της Ουρανού, επιχείρησε μαζί με τις αδελφές της Ρέα και Αστάρτη να σκοτώσει το σύζυγό της Κρόνο, απέτυχε όμως στο σχέδιό της. Ο σχολιαστής του Πινδάρου στα Πύθια (3.177) αλλά και ο Ησύχιος στο "Βάκχου Διώνης" αναφέρουν ότι η Διώνη σμίγοντας με τον Δία γέννησε τον Διόνυσο. Στον ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα (92) αναφέρεται πως κατά τη γέννηση του Δήλιου Θεού ήταν παρούσα και η Διώνη μαζί με άλλες Θεές: "... κι εννέα μέρες η Λητώ κι εννέα νύχτες από ανέλπιστες είχε περονιασθή ωδίνες· και όλες οι Θεές παραβρεθήκανε εκεί όσες άριστες ήτανε, και η Διώνη και η Ρέα και η Ιχναία Θέμις και η πολυστέναχτη Αμφιτρίτη...".