Βαρύ αντικείμενο που σε παλαιότερες εποχές εχρησιμοποιείτο για να δοκιμαστεί η μυϊκή δύναμη των αντρών. Συνήθως ήταν μεγάλη πέτρα ή τμήμα κολόνας ή κορμός δέντρου, και βρισκόταν μόνιμα στην αυλή των εκκλησιών. Όσοι ήθελαν να αποδείξουν τη δύναμή τους, πήγαιναν εκεί για να σηκώσουν το διτζ'ίμιν ψηλά, μέχρι πάνω από το κεφάλι τους, ή να το φορτωθούν στους ώμους και να το μεταφέρουν σε κάποια απόσταση που συνήθως ήταν ένας γύρος της εκκλησίας.
Το αντικείμενο αυτό έδωσε το όνομά του και σε παιγνίδι που παιζόταν μαζί με άλλα στον περίβολο των εκκλησιών την Κυριακή του Πάσχα, ήταν μάλιστα ένα από τα πιο δημοφιλή. Σηκώνοντας ψηλά το διτζ'ίμιν, υπό τις επευφημίες των παρευρισκομένων, οι κάπως ηλικιωμένοι άντρες απέδειχναν ότι διατηρούσαν ακόμη τη δύναμή τους. Ιδιαίτερα όμως διαγωνίζονταν στο διτζ'ίμιν οι νέοι, προ κειμένου να αποδείξουν τη δύναμή τους στις νέες που βρίσκονταν επίσης εκεί την ημέρα του Πάσχα.
Δεν υπήρχε συγκεκριμένο βάρος του διτζ'ιμιού. Άλλα ήταν ελαφρότερα και άλλα πολύ βαριά, που μόνο ελάχιστοι μπορούσαν να τα σηκώσουν, οπότε αποκτούσαν μεγάλη φήμη. Υπήρχαν, σε παλαιότερες εποχές, παλικάρια που πήγαιναν σε κάποιο χωριό, συνήθως το Πάσχα ή όταν υπήρχε πανηγύρι, μόνο και μόνο για να δοκιμάσουν να σηκώσουν το εκεί ευρισκόμενο διτζίμιν που ήταν γνωστό ότι κανένας ή ελάχιστοι το είχαν σηκώσει.
Η λέξη διτζ'ίμιν προέρχεται από τη λέξη δοκιμή γιατί σ' αυτό δοκίμαζαν τη δύναμή τους.