Η λέξη σημαίνει διπλόν σατσ'ίν (σακί). Ήταν, σε παλαιότερες εποχές, υφαντό ή άλλου είδους διπλό σακί που στερεωνόταν στη ράχη του γαϊδουριού, της μούλας ή του αλόγου, έτσι ώστε το ένα σακί να βρίσκεται στη μια πλευρά του ζώου και το άλλο στην άλλη. Χρησίμευε για τη μεταφορά διαφόρων αντικειμένων που ήταν χρήσιμα στον καβαλάρη όταν αυτός επρόκειτο να ταξιδέψει, όπως τροφή, κρασί κλπ.
Το δισάτσ΄ιν διεκοσμείτο με διάφορα κεντητά ή άλλου είδους σχέδια, άλλοτε απλά κι άλλοτε φανταχτερά, ανάλογα προς την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του ζώου. Σε μερικές περιπτώσεις, το δισάτσ'ιν εχρησιμοποιείτο και για μεταφορά προϊόντων, όπως το σιτάρι, το αλεύρι κλπ. Δεν είχε όμως καμιά σχέση με το ασσ'ίν που ήταν δερμάτινο και χρησίμευε για τη μεταφορά υγρών και κυρίως κρασιού.