Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πομουσ̌ιάρης, -α, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πομισ̌ιάρης (1. εξ ημισείας, από μισός. 2. συνεταιρικός. 3. κοινοπραξία).

Συνώνυμα:

Πουμισ̌ιάρης, Πουμουσ̌ιάρης, -α, -ικον