Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαλτάρω »

Ρήμα

Σημασία:

1. κάνω άλμα. 2. ανεβαίνω. 3. αναρριχώμαι. 4. μτφ. τρελαίνομαι.

Συνώνυμα:

Σαρτάρω