Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συναλείφουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. συναγλείφουμαι (1. ξερογλείφομαι, γλείφω τα χείλια μου. 2. με καταλαμβάνει πόθος απόλαυσης).

Συνώνυμα:

Συνογλείφουμαι