Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σύγκαψη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σύγκαμμαν (η φλεγμονή του δέρματος, ιδίως ανάμεσα στα σκέλη).