Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαΐτταρος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. σαϊτταρής (1. ο αθλητής άλματος. 2. είδος φιδιού).

Συνώνυμα:

Σαϊττάς (ο)