Γεωργικό εργαλείο, που εχρησιμοποιείτο για το φόρτωμα των δεματιών, των μαζιών και άλλων αγκαθερών θάμνων στο αμάξι. Το δικράνιν είναι ξύλινο, με μακριά ή πιο κοντή ουρά και με δυο χαλιά (δόντια) που και πάλι είναι είτε ξύλινα είτε σιδερένια. Λέγεται και διχάλιν ακριβώς επειδή έχει δυο δόντια. Υπάρχει ωστόσο και παρόμοιο εργαλείο με τέσσερα μεταλλικά δόντια, που λέγεται τετραχάλιν ή τεσσαραχάλιν, και που συνήθως εχρησιμοποιείτο για το αναποδογύρισμα ή ανακάτωμα των σιτηρών στο αλώνι. Για το ανέμισμα όμως εχρησιμοποιείτο άλλο εργαλείο, επίσης ξύλινο αλλά με πιο χοντρά δόντια, που λεγόταν θερνάτζ'ιν.
Η λέξη δικράνιν προέρχεται από την αρχ. δίκρανος, δηλ. αυτός που έχει δυο κρανία, ο δικέφαλος ή διχαλωτός.