Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ρουμανίσιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η αμπάρα.

Συνώνυμα:

Ρωμανίσιν (το)

Παροιμίες:

"Αντάν εγαμήθηκεν η ρκα έβαλεν ρουμανίσιν" [Μετά που συνουσιάστηκε η γριά έβαλε αμπάρα (ενν. στην πόρτα) = Όταν προσποιείται κανένας ότι έχει λάβει μέτρα, αλλά κατόπιν εορτής]