Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσιβίτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ.κουρτούνιν (το τσιμπούρι, πολύ μικρό αρθρόποδο έντομο που ζει παρασιτικά στο δέρμα των ζώων, απομυζώντας αίμα).