Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Στρουθκιά (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. στρουθίν (το μικρό σπουργίτι). 2. βλ. στρουθκιά (αγριόχορτα που τρώγονται).

Συνώνυμα:

Στρουθούιν, Στρουφίν, Στρουφούιν (το), (Στρουθούδκια, Στρουφκιά, Στρουφούδκια (τα))