Με τον όρο δίκαιον δηλώνεται το σύνολο των υποχρεωτικών κανόνων συμπεριφοράς που θεσπίζει ή επικυρώνει ένα κράτος και που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμβίωση σε μια κοινωνία. Την τήρηση του συνόλου των κανόνων αυτών επιβάλλει και εξασφαλίζει δια των οργάνων του το κράτος. Στο λήμμα αυτό εξετάζεται το δίκαιον στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια.
Η λέξη δίκαιον είναι αρχαιότατη ελληνική και προέρχεται από τη σανσκριτική dik ή dikaj. Η λέξη δίνει το ουσιαστικό δίκη, το ρήμα δικάζω και το επίθετο δίκαιος. Στον Όμηρο η λέξη δίκη σήμαινε το έθιμο, την συνήθεια. Όπως λέει και ο Ησίοδος, Δίκη ήταν και το όνομα θεάς, κόρης του Διός και της Θέμιδος. Δίκαιος στην αρχαιότητα ονομαζόταν ο χρηστός πολίτης, αυτός που τηρούσε τα πατροπαράδοτα έθιμα. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, απαντάται ο όρος δίκαιον (το) να υποδηλώνει την δικαιοσύνη. Το δίκαιον διακρίνεται σε γραπτό (νόμοι της πολιτείας) και σε άγραφο (έθιμο, παραδοσιακή συνήθεια). Ανάλογα προς τη φύση των κανόνων του, το δίκαιον χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες (δημόσιο, ιδιωτικό, ατομικό, συνταγματικό, διοικητικό, ποινικό, εκκλησιαστικό, ναυτικό, κληρονομικό κλπ.).