«Διάβολος»

Image

Δεκαπενθήμερη σατιρική εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στη Λεμεσό στις 18 Ιανουαρίου του 1888, με διευθυντή και συντάκτη τον εθνικό ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε έξι μόνο φύλλα και ανέστειλε την έκδοσή της στις 18 Απριλίου 1888.

 

Ο Μιχαηλίδης έτρεφε πολλές προσδοκίες για επιτυχία της προσπάθειάς του μια και ―όπως μαρτυρεί και ίδιος σε ποίημά του που δημοσιεύθηκε στο τέταρτο φύλλο της εφημερίδας του― πολλοί “μετά χαράς” και με ενθουσιασμό δέχτηκαν τις πρώτες εκδόσεις που τους έστειλε (εφημερίδες του είδους αυτού κυκλοφορούσαν τότε κυρίως σε συνδρομητές). Όταν όμως ήλθε η ώρα να καταβάλουν και τη συνδρομή τους οι “υποστηρικτές” άλλαξαν διάθεση και ο Μιχαηλίδης μπόρεσε να συνεχίσει μονάχα έως το φύλλο αρ. 6, της 18 Απριλίου 1888, δηλαδή μονάχα για ένα τρίμηνο. 

 

Ο ποιητής περιγράφει την περιπέτειά του, μάλιστα με γλαφυρό τίτλο :

 

Φίλοι δημοσιογράφοι εν ταυτώ και αδελφοί μου

είδα τι ζωήν περνούμε κι εσιχάθη[ν] η ψυχή μου

και εγώ αφού τυχαίως κατετάχθην στην γραμμή σας

από την δική μου τύχην συμπεραίνω την δική σας·

 

στο ποτάμι Βαβυλώνος σας προτείνω να βρεθούμε

κι όλα τα παράπονά μας εκεί πέρα να τα πούμε

όλες οι εφημερίδες κι οι διαβόλοι κι οι τριβόλοι

όλ’ εκεί ν’ ανταμωθούμε κι επί τας ιτέας όλοι

 

να κρεμμάσωμε τες πέννες τα χαρτιά και τα ψηφία

και τα όργανά μας όλακι όλα μας τα εργαλεία

κι ως το πάλαι οι Εβραίοι εις το κλάμα να χυθούμε

και να πέσωμε κατόπι στο ποτάμι να πνιγούμε.

 

Να σας πω για με τι τρέχει, μού ’καμαν ένα ωραίο

και φρικτό μασκαραλίκι δίχως να ’ναι αποκρέω

κάποιοι ευγενοϊππόται και ευγενοευγενήδες,

έδωκαν πολλές, απείρους, εις τον “Διάβολον” ελπίδες

 

και γι’ αυτόν ενθουσιώντες έκαμαν μεγάλον κρότον

και μετά χαράς μεγάλης του έδέχθησαν το πρώτον

κι έλεγαν πώς είν’ ωραίος, είναι χάρις των χαρίτων·

και το δεύτερον επίσης κι άλλοι μερικοί το τρίτον

 

κι άλλοι του κρατούν τα δύο κι άλλοι του κρατούν τα τρία

και χωρίς να το σκεφθούνε ότι κάμνουν αδικία

λέγουν στον εισπράκτορά του “ο Χριστός να σ’ ελεήσει,

δεν είμαι συνδρομητής του, τ’ όνομά μου ας το σβήσει”.

 

“Δώσε μου τα φύλλα πίσω”, ―”Δεν τα έχω να τα δώσω· 

κάμε μου την χάρην φύγε πριν να σε ξυλοφορτώσω”.

Είναι δίκιον ν’ αδικούμεν, φίλοι, κατ’ αυτόν τον τρόπον,

κι όχι μεταξύ θηρίων αλλά μεταξύ ανθρώπων;

 

Η ζωή κι η ύπαρξίς μου απ’ αυτούς αν εξαρτάτο

θα πνιγόμην έως τώρα εις της θάλασσας τον πάτο,

δεν με μέλλει, πλην ολίγον την καρδιά και το τσερβέλλο

κάπως μου τα νεκατώσαν και δεν γράφω όπως θέλω.

 

Η εφημερίδα ασχολήθηκε στη συντομη διαδρομή της και με πολιτικά θέματα, όπως αναφέρει ο ερευνητής Τίτος Κολώτας, και ιδιαίτερα με το Δημαρχείο της πόλης.

 

Σε ένα σατιρικό του ποίημα με τίτλο, «Της πόλεως το Δημαρχείον με το πτωχότατον ταμείον», που δημοσίευσε στην σατιρική του εφημερίδα «Διάβολος» με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1888, την οποία εξέδωσε την χρονιά εκείνη, δίνει μια ανάγλυφη εικόνα τόσο του έργου του Δ. Χατζηπαύλου όσο και της εν γένει κατάστασης στην πόλη αλλά και τις κάποιες... «ευωδιαστές» συνήθειες των λεμεσιανών της εποχής:


«Λαμπρά το Δημαρχείον μας εφέτος προοδεύει
όποιος ελθή 'ς την πόλιν μας την βλέπει και ζηλεύει
δυο δρόμους βλέπεις παλαιούς μονάχα πλακωμένους
τους άλλους όλους βλέπεις τους μακαδαμοστρωμένους,


και περπατάς ελεύθερα και δίχως να σκόνταψες
και δίχως τα παπούτσια σου διόλου να τα βλάψης
εις οποίον δρόμον κι' αν βρεθής και μάτια να μην έχης
αν θες ακόμα και τρεχτός να τον περάσης τρέχεις,


απ΄ το «Καφέ Βικτώρια» μέχρι Νοσοκομείου
βλέπεις την φιλοκάλιαν γυμνήν του Δημαρχείου.
Αυτός ο δρόμος κάλλιστα εσχάτως επαστρέφτη,
τον βλέπεις καθαρώτατον και λείον σαν καθρέφτη,


βλέπεις δεξιά κι αριστερά δενδράκια φυτευμένα
και όλα με καλαμωτούς χιτώνας φορεμένα,
βλέπεις τα πεζοδρόμια γραμμή σαν γαϊτάνι
κι' ο πιο τυφλός πάνω 'ς αυτά το βήμα του δεν χάνει


και αν σου τύχη το πιοτό ποτέ να σε ζαλίση
κι αν είσαι τύφλα ή στουππί ή μ' αγγλικό μεθύσι
που νάναι το κεφάλι σου διακόσες τρεις οκάδες,
όπου ν΄ αξίζεις εκατό και χίλιους μασκαράδες


να μην ξέρεις που βρίσκεσαι να μην ξέρεις τι κάνεις,
σ΄ αυτόν τον δρόμον φίλε μου τα πόδια σου δεν χάννεις,
ενώ αυτόν τον δρόμον, πριν του μακαδαμισμού του
και πριν αυτού του λούσου του κι αυτού του στολισμού του,


δεν τον επέρνας αβλαβής ποτέ σου περπατώντα,
έπρεπε νάσαι πτερωτός για να περνάς πετώντα.
Οι δρόμοι έγειναν λαμπροί της πόλεως μας όλοι
κ' εις την καθαριότητα τους τρέμει κι η πανώλη


όλοι εδιορθώθησαν κι οι πιο μικροί δρομίσκοι
ανωμαλίαν πουθενά κανένας δεν ευρίσκει
εις κάποια μέρ' απόκεντρα κι εις όποιαν τύχη ώρα
κάποια μέρη απαντάς ολίγον μυροφόρα

που είνε καθαρτήρια φρικτά της ατμοσφαίρας
ειν όπλα αντιτυφικά και κατά της χολέρας
είν΄ ουρικών φωσφορικών αλάτων και οξέων
αέριον οξύτατον και βρώμων και βρωμέων

που ερεθίζει φοβερά της μύτης το στομάχι
κι είνε πολύ ωφέλιμον λαμπρόν για το συνάχι
γιατ΄ έχει μίαν μυρωδιά σαν είδος αμμωνίας
και είν΄ εγγόνι γνήσιον της αδιακρισίας

εις τούτο όμως δεν πταίει θαρρώ το Δημαρχείον
διότι δεν πρέπει γιαυτό να σβύση το ταμείον
και την περιουσίαν του να την πούληση όλην
και χίλιους ουροφύλακας να βάλη μεσ' την πόλιν.

Νοσοκομείον και βαθιαίς, φανάργια και σφαγεία
διατηρούνται κάλλιστα από την Δημαρχία
και είνε όλα καθαρά και δεν υπάρχει βρώμα
φρενοκομείον μοναχά δεν έκτισεν άκομα

αλλά με την ύπομονην κι' αυτό θα μας το κτίση
πρέπει στερλίνες άφθονες γι αυτό να δαπανήση
γιατί θα γείν' ευρύχωρον να μας χωρέση όλους
και θυρωρούς και φύλακες να βάλη τους διαβόλους.»

Φώτο Γκάλερι

Image
Image