Κύπριος κυνικός φιλόσοφος του 2ου μ.Χ. αιώνα, γνωστός από ένα βίο του που έγραψε ο μαθητής του Λουκιανός, με τίτλο Δημώναξ. Ενώ αναφέρεται ως Κύπριος, ωστόσο είναι άγνωστο από ποιο μέρος της Κύπρου καταγόταν. Έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα, όπου και πέθανε σε μεγάλη ηλικία, σχεδόν 100 χρόνων. Αν και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ωστόσο περιφρόνησε τα πλούτη και γενικά τα ανθρώπινα αγαθά και αποφάσισε να ζήσει απλή και λιτή ζωή, αφιερωμένος στη φιλοσοφία.
Δάσκαλοί του υπήρξαν ο Δημήτριος, ο Αγαθόβουλος, ο Επίκτητος και ο Τιμοκράτης από την Ηράκλεια. Ο Δημώναξ δεν είχε αναπτύξει προσωπικό φιλοσοφικό σύστημα. Οι αντιλήψεις του διαμορφώθηκαν από τη σύνθεση και αξιολόγηση των ιδεών που επικρατούσαν ως την εποχή του. Απέφυγε τις ακρότητες της Κυνικής σχολής και θαύμαζε ιδιαίτερα τους φιλοσόφους Σωκράτη, Αρίστιππο και Διογένη. Ακόμη, δεν αρκέστηκε σε θεωρητικές αναζητήσεις αλλά έθεσε σε πράξη το φιλοσοφικό του πιστεύω με το να βοηθά τους φίλους και τους συμπολίτες του, γιατί πίστευε πως η φιλία είναι το πολυτιμότερο αγαθό για τους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση τόσο των αρχόντων όσο και του λαού των Αθηνών.
Αναφέρει ακόμη ο Λουκιανός ότι ο Δημώναξ ήταν πρᾶος καί ἣμερος καί φαιδρός και πρόσφερε κοινωνικές υπηρεσίες σε όλους τους συμπολίτες του, ενώ για τον εαυτό του δεν είχε καμιά ανάγκη. Είχε ακόμη το χάρισμα να είναι πολύ πειστικός όταν μιλούσε, έτσι που σύμφωνα προς «το αιώνιο ρητό των κωμικών», τήν πειθώ τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ ἐπικαθῆσθαι (η πειθώ ήταν καθισμένη στα χείλη του).
Όπως αναφέρει ο Λουκιανός, παρά το ότι όλοι οι Αθηναίοι, άρχοντες και λαός, τον θαύμαζαν υπερβολικά και τον έβλεπαν πάντοτε σαν ένα άνθρωπο καλύτερο από αυτούς, ωστόσο αρχικά ήλθαν σε προστριβές μαζί του, ο δε λαός τον είχε μισήσει εξ αιτίας της ελευθεριότητας και της αθυροστομίας του. Μάλιστα κατηγορήθηκε από μερικούς Αθηναίους, όπως άλλοτε είχε κατηγορηθεί και ο Σωκράτης, και δικάστηκε. Οι εναντίον του κατηγορίες ήταν ότι ποτέ δεν είχε θυσιάσει στους θεούς, και ότι δεν είχε μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια. Όταν επρόκειτο να δικαστεί, ο Δημώναξ φόρεσε καθαρό ένδυμα και στεφανώθηκε με στεφάνι θυσίας, έτοιμος να θυσιαστεί, κι έτσι ανέβηκε στο βήμα της εκκλησίας του δήμου απ’ όπου, με πολλή γενναιότητα, έκαμε την απολογία του. Στην απολογία του ζήτησε από τους Αθηναίους να τον θυσιάσουν και αυτόν, επειδή την προηγούμενη φορά (όταν δηλαδή δίκαζαν τον Σωκράτη) δεν είχαν θυσιάσει κάτω από καλούς οιωνούς. Στις δυο κατηγορίες απάντησε ότι στην θεά Αθηνά δεν πρόσφερε θυσίες επειδή νόμιζε ότι η θεά δεν είχε ανάγκη των θυσιών του, εις ό,τι δε αφορούσε τα Ελευσίνια μυστήρια, είπε ότι απέφυγε να συμμετάσχει επειδή αργότερα δεν μπορούσε παρά να τα αποκαλύψει στους αμύητους: διότι εάν τα μυστήρια ήταν αισχρά, θα θεωρούσε υποχρέωσή του να αποτρέψει τους αμύητους απ' αυτά, ενώ εάν ήταν καλά, και πάλι θα τα διαλαλούσε σ' όλους από φιλανθρωπία.
Μετά την απολογία του αυτή, ο Δημώναξ όχι μόνο αθωώθηκε αλλά κι έχαιρε σεβασμού και εκτιμήσεως από όλους τους Αθηναίους. Μια φορά μάλιστα, όταν συνέβη μια εξέγερση, ο Δημώναξ εμφανίστηκε στην εκκλησία του δήμου, οπότε μόλις ο λαός τον είδε, αμέσως σιώπησε, κι όταν η τάξη αποκαταστάθηκε, ο Δημώναξ έφυγε χωρίς να πει στο κοινό του ούτε μια λέξη. Αναφέρει ακόμη ο Λουκιανός ότι έμπαινε απρόσκλητος σε όποιο σπίτι ήθελε, όπου έτρωγε και κοιμόταν. Στο δρόμο, οι φουρνάρισσες καβγάδιζαν ποια θα του έδινε πρώτη ψωμί, ενώ τα παιδιά του έδιναν φρούτα και τον αποκαλούσαν πατέρα.
Έζησε, αναφέρει ο Λουκιανός, σχεδόν 100 χρόνια, χωρίς ποτέ ν' αρρωστήσει, χωρίς ποτέ να λυπηθεί, χωρίς να ενοχλήσει ποτέ κανένα ζητώντας του κάτι, χωρίς εχθρούς και πάντοτε χρήσιμος σε όλους, φίλος με όλους. Όταν σε βαθιά γεράματα είδε ότι δεν μπορούσε πια να φροντίζει μόνος τον εαυτό του, απάγγειλε στους γύρω του την έμμετρη κήρυξη της λήξης των αγώνων:
Τελειώνει ο αγώνας των καλλίστων
αθλημάτων χορηγός και ο καιρός καλεί,
καμιά καθυστέρηση πια...
Και από τη στιγμή εκείνη αρνήθηκε πια να πάρει τροφή, μέχρι που πέθανε.
Όταν, λίγο πριν πεθάνει, τον ρώτησαν πώς θα' θελε την ταφή του, απάντησε ότι δεν σκοτιζόταν γιατί θα τον έθαβε η κακοσμία. Κι όταν τον ξαναρώτησαν αν ήταν σωστό το σώμα του να σπαραχθεί από τα όρνια και τα σκυλιά, απάντησε ότι τούτο δεν ήταν παράλογο γιατί θα φαινόταν έτσι χρήσιμος σε μερικά ζώα. Ωστόσο όταν πέθανε, οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και τιμές. Την κηδεία του παρακολούθησε όλος ο λαός των Αθηνών και στον τάφο τον μετέφεραν στους ώμους τους οι φιλόσοφοι της πόλης.
Ο τρόπος του θανάτου του ήταν κι αυτός σύμφωνος προς τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις. Μερικές άλλες φιλοσοφικές του ιδέες, όπως τις διέσωσε ο Λουκιανός, ήταν:
* Η ψυχή είναι αθάνατη, όπως και όλα τα άλλα.
* Ο άνθρωπος τότε μόνο είναι ελεύθερος, όταν απαλλαγεί από την ελπίδα και τον φόβο, μόνο δε ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ευτυχής.
* Η θεραπεία των παραπτωμάτων γίνεται με την εύρεση των αιτίων που τα προκαλούν και με τη συγχώρεσή τους.
* Οι νόμοι είναι αχρείαστοι, και για τους καλούς και για τους κακούς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια