Δημογέρων

Όρος που απαντάται από πολύ νωρίς στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, εναλλασσόμενος προς τους όρους πρωτόγερος, προεστός, γέρων, άρχων, κοτζαμπάσης. Η επικράτησή του όμως ανάγεται στον 19ο αιώνα, οπότε βρίσκουμε, στα 1821, τοπικούς δημογέροντες Λάρνακας, Πάφου (Κτήματος), Λεμεσού και Χρυσοχούς, δημογέροντα του δικαστηρίου Λευκωσίας και δυο δημογέροντες του Σεραγίου. Εφόσον οι δημογέροντες εξισωθούν προς τους κοτζαμπάσηδες και τους πρωτόγερους, όπως εξυπακούεται σε μερικές πηγές, ήταν βασικά αρχηγοί των κοινοτήτων, χριστιανικών και μουσουλμανικών, και ειδικά οι επικεφαλής των δημοτικών αρχών, υπεύθυνοι για την φορολογία της περιοχής τους προς τον πασά, όπως οι μαχαλετζήδες και οι μουχτάρηδες σε χαμηλότερο επίπεδο. Ο όρος όμως επεκτάθηκε από τοπική σε ευρύτερη σημασία και δήλωνε τους αντιπροσώπους των κοινοτήτων στις κεντρικές αρχές, όπως βλέπουμε στις πληροφορίες του Κηπιάδη για τους προύχοντες που σφαγιάστηκαν κατά το 1821. Η διοικητική μεταρρύθμιση του 1830 περιελάμβανε και τον θεσμό του συμβουλίου των τεσσάρων δημογερόντων του Σεραγίου. Σε ακόμη ευρύτερο νόημα, δημογέροντες της ελληνικής κοινότητας εθεωρούντο ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι του νησιού, βάσει των προνομίων του 1754, που τους αποκαλούσαν κοτζαμπάσηδες των ραγιάδων, ασφαλώς όχι για πρώτη φορά.