Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξυλόφτσ̌υαρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξυλόφκυαρον (το φτυάρι που είναι φτιαγμένο από ξύλο).