Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηστραώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ξεστραβώνω. 2. ξαναβλέπω. 3. κάνω ίσιο κάτι στραβό ή κυρτό. 4. μτφ. α) μορφώνω. β) κάνω γνωστό κάτι συνήθως επιλήψιμο ή παράνομο.