Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξεστρατώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξεστρατίζω (1. παρεκκλίνω της πορείας μου, βγαίνω από τον δρόμο μου 2. μτφ. παρεκκλίνω ηθικά, παραστρατώ).

Συνώνυμα:

Ξηστρατώ, ξωτραβώ