Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξαπολώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξαπολυώ (1. αμολώ. 2. αποδεσμεύω 3. λύνω. 4. ξεδένω. 5. μτφ. σταματώ να ενδιαφέρομαι και να προσπαθώ).

Συνώνυμα:

Πολυώ, Πολώ