Ελλαδίτης εκπαιδευτικός. Γεννήθηκε το 1853 και πέθανε στις 28 Απριλίου 1919. Καταγόταν από τις Σέρρες, στην εκλογική περιφέρεια των οποίων εξελέγη βουλευτής το 1915. Προσκλήθηκε στην Κύπρο από την Αρχιεπισκοπή, μέσω του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» των Αθηνών, και ανέλαβε ως πρώτος γυμνασιάρχης του υπό ίδρυση Παγκυπρίου Γυμνασίου, το 1893.
Αφού αποφασίστηκε από τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ' και άλλους παράγοντες της Λευκωσίας η ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου, εκπαιδευτικού ιδρύματος που θα αντικαθιστούσε, στην ουσία, την Ελληνική Σχολή που λειτουργούσε ως τότε στην πρωτεύουσα και δη στον ίδιο χώρο, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, έγιναν παραστάσεις προς διάφορες κατευθύνσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα για την υλοποίηση της απόφασης.
Το 1893, χρόνο έναρξης λειτουργίας του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ο Φιλολογικός Σύλλογος των Αθηνών «Παρνασσός», διά του προέδρου του Νικολάου Πολίτη, προέβη σε διαβήματα προς στελέχωσή του. Μεταξύ των Ελλαδιτών καθηγητών που στάληκαν γι' αυτό το λόγο στην Κύπρο, ήταν και ο Ιωάννης Δέλλιος που ανέλαβε, εκτός από τη διδαχή των φιλολογικών μαθημάτων, και ως ο πρώτος γυμνασιάρχης. Τη θέση αυτή διατήρησε για τρία χρόνια (1893 - 1896). Ο Δέλλιος οργάνωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο κι έθεσε τις βάσεις για τη λειτουργία του. Με εντολή της Αγγλικής Κυβέρνησης έκανε επίσης τα καλοκαίρια περιοδείες για να διδάσκει στους δημοδιδασκάλους της Κύπρου τα απαραίτητα στοιχειώδη παιδαγωγικά μαθήματα.
Βιογραφικό
Πατέρας του ήταν ο Κυριάκος, έμπορος το επάγγελμα. Ο Ιωάννης είχε από μικρός ροπή προς τα γράμματα και συνεχώς αρίστευε, παρόλο που δεν βοηθήθηκε από το σπίτι του, γιατί ο πατέρας του τον προόριζε μόνο για το εμπόριο. Τελείωσε το ημιγυμνάσιο των Σερρών και τελικά κατάφερε τον πατέρα του να τον στείλει στην Αθήνα για να συνεχίσει το σχολείο, και μετά το απολυτήριο αναγράφηκε το 1871 στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1872, αναγκάστηκε να διακόψει λόγω ανωτέρων εθνικών λόγων. Παρέμεινε τρία χρόνια ως διδάσκαλος στις Σέρρες. Το 1876, όταν κόπασε προσωρινά ο φυλετικός ανταγωνισμός, ο Ιωάννης πήγε με υποτροφία του «Συλλόγου προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων» στην Γερμανία για να συνεχίσει και να τελειώσει τις σπουδές του. Έμαθε Γερμανικά στην Γκότα εντελώς μόνος του και μετά πήγε στην Ιένα, όπου διέτριψε στην φιλολογία και ιστορία. Τον τελευταίο χρόνο πήγε στην Λειψία διατρίβοντας στην παιδαγωγική. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1880 και διορίστηκε διευθυντής του ημιγυμνασίου της ιδιαίτερης πατρίδας του και υπηρέτησε επί οκτώ χρόνια, ανακαινίζοντας και αναβαθμίζοντας το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να στέλνει κάθε χρόνο άριστους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Επιδόθηκε επίσης στην ίδρυση προτύπου εθνικού οικοτροφείου.
Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του στην Κύπρο, το 1896 ξαναγυρνά στη Θεσ/νίκη, μα διώχνεται απ’ τους Τούρκους, καταλήγει έτσι στην Αθήνα, όπου εργάζεται λυκειάρχης. Διετέλεσε καθηγητής του τότε διαδόχου Γεωργίου και του πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Υπήρξε μέλος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής του Υπουργείου Εξωτερικών και πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών (1910-1912), που εξέδιδε το Μακεδονικόν Ήμερολόγιον (επετηρίδα), μια από τις πιο αξιόλογες εκδόσεις της εποχής εκείνης. Βγήκε βουλευτής Σερρών το 1915 (οπαδός Γούναρη) και τιμήθηκε με το αξίωμα τού αντιπροέδρου της Βουλής. Έγραψε διάφορες εκπαιδευτικές, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Συμπλήρωσε επίσης και εξέδωσε τη μετάφραση της «Ελληνικής Ιστορίας» τού Ντρόυζεν (1901),που άρχισε ο Ι. Πανταζίδης. Άφησε όλη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Δελλίειον κληροδότημα) για μετεκπαίδευση στην Ευρώπη επιστημόνων κατά προτίμηση από την Ανατολική Μακεδονία και για την έκδοση προτύπων επιστημονικών εργασιών, η συλλογή λαογραφικού ή γλωσσικού υλικού η υποστήριξη επιστημονικών περιοδικών. Στο Γυμνάσιο Σερρών κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του. Επίσης ένας αδελφός του, ο Νικόλαος, αξιόλογος μουσικός και τεχνοκρίτης (δίδαξε μουσική και τεχνικά μαθήματα στο Ωδείο Λόττνερ κ.ά. και στις Σέρρες (1880-1888)), δώρισε το αρμόνιο τού Ιωάννη Δέλλιου στο Ωδείο Σερρών «Ορφεύς» και δραχμές 10.000 για να βραβεύεται απ’ τους τόκους κάθε χρόνο ο καλύτερος μαθητής τού Ωδείου.
Πηγές: