Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μούζα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η καπνιά, η καπνίλα 2. μτφ. α) το μούντζωμα. β) ούτε καν ένα, τίποτε.

Συνώνυμα:

Μούζη (η)