Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μοσχάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βοσ̌σ̌ινάρα (η αγελάδα νεαρής ηλικίας).

Συνώνυμα:

Βοσ̌σ̌ινούα, Μοσ̌σ̌ινάρα, Μοσ̌σ̌ινούα (η)