Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μολίτας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μασωτήρας (το δόντι τραπεζίτης).

Συνώνυμα:

Μολίτης (ο)