Οι σχέσεις της Κύπρου με το ιερό των Δελφών, το φημισμένο ναό και μαντείο του Απόλλωνος Πυθίου, άρχισαν από πολύ νωρίς όπως φαίνεται από την παρουσία εκεί χάλκινων κυπριακών αντικειμένων που χρονολογούνται στον 8ο / 7ο αι. π.Χ. Ανάμεσα σ' αυτά βρέθηκε κι ένα χάλκινο πόδι λιονταριού, που αποτελούσε τμήμα ενός τρίποδα, κι έφερε εγχάρακτη μια κυπριακή συλλαβική επιγραφή.
Βλέπε λήμμα: Γραφή
Το αντικείμενο χρονολογείται από τον 7ο αι. π.Χ. και αναφέρει το όνομα του δωρητή του τρίποδα στον Απόλλωνα. Πρόκειται για κάποιον Ερμαίο (e - re - ma - i[yo], δηλ. τη γενική του ονόματος Ερμαίος). Αυτός θα ήταν από τους πρώτους Κυπρίους που πρόσφερε στο δελφικό θεό αλλά και ίσως ο πρώτος δωρητής σ' ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, τουλάχιστον με βάση τις γνωστές επιγραφικές μαρτυρίες. Είναι ενδιαφέρον επίσης να σημειωθεί ότι πιθανόν ο Ερμαίος να ήταν και ο κατασκευαστής του τρίποδα. Επομένως είναι ο πρώτος γλύπτης που γνωρίζουμε (ΑΚΕΠ, Δ,Β' σ. 180 αρ. 142). Εκτός από την παρουσία των κυπριακών χάλκινων αντικειμένων - προσφορών στο μαντείο (περιορισμένων χρονικά στην περίοδο που αναφέρθηκε) γνωρίζουμε από φιλολογικές αλλά προπάντων από επιγραφικές πηγές, ότι οι σχέσεις του νησιού με το ιερό ήσαν σχεδόν αδιάκοπες μέχρι το 2ο αι. μ.Χ. Με βάση το περιεχόμενό τους οι μαρτυρίες αυτές μπορούν να καταταγούν στις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Προσφορές προς το ιερό: Πέρα από την περίπτωση του Ερμαίου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (IV, 162) ο βασιλιάς της Σαλαμίνος Ευέλθων (560; - 525; π.Χ.) πρόσφερε ένα χάλκινο «θυμιατήριο» που βρισκόταν τοποθετημένο στον Θησαυρό των Κορινθίων, πιθανό μετά την καταστροφή του ναού από φωτιά το 548 π.Χ. Το θυμιατήριο αυτό ήταν εξαιρετικής τέχνης, πράγμα που προκαλούσε το θαυμασμό των θεατών (... Εὐέλθων ὃς τό ἐν Δελφοῖσι θυμιητήριον, ἐόν ἀξιοθέητον, ἀνέθηκεν, τό ἐν Κορινθίων Θησαυρῷ κεῖται).
Ο ονομαστός Κύπριος υφαντής Ακεσάς, γιος του Ελικώνος από τη Σαλαμίνα (6ος π.Χ. αι.) πρόσφερε, σύμφωνα με τον Αθήναιο (II, 486) ένα έργο του που εμπνεύσθηκε από την Αθηνά. Αυτό συνοδευόταν από το ακόλουθο επίγραμμα: τεῦξ' Ἐλικῶν Ἀκασᾶ Σαλαμίνιος, ὧ ἑνί χερσί πότνια θεσπεσίην Παλλάς ἒτευξε χάριν.
Επίσης ο Νικοκρέων (331 - 310 π.Χ.) τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνος, πρόσφερε, σύμφωνα με τον Αιλιανό (Περί ζώων ιδιότητος, XI, 40), σαν απαρχή, ένα τετρακέρατο ελάφι που το έπιασε σε κυνήγι, με το ακόλουθο επίγραμμα: σῆς ἓνεκεν, Λητοῦς, τοξαλκέτα κοῦρ' ἐπινοίας τήν δ ' ἓλε Νικοκρέων τετράκερων ἒλαφον.
(β) Προξενικά ψηφίσματα: Από τον 4ο αι. π.Χ. σώθηκαν επιγραφικές μαρτυρίες που αναφέρονται σε Κυπρίους οι οποίοι τιμήθηκαν με τον τίτλο του προξένου, ή και με άλλες τιμές. Κάποιος [Ἀρι]σταγόρας Τιμα[γόρου ἐκ] Κύπρου είναι από τους πρώτους που πήρε αυτό τον τίτλο (BCH 83 [1959] σ. 468, αρ. 2 εικ. 3).
Τον 3ο αι. π.Χ. τρεις Κύπριοι, ο Στασικράτης Ὀνησικράτους Πάφιος, ο Φιλόθεμις Φιλοθέου Ἀμαθούσιος και ο Ἀνταγόρας Δημοσθένους Κύπριος (SGDI, 2613, 2614, 2648) γίνονται πρόξενοι των Δελφών και τόσο αυτοί όσο και οι απόγονοί τους έχουν το προνόμιο να ζητούν πρώτοι μαντεία (προμαντείαν), προτεραιότητα στις δίκες (προδικίαν), να έχουν φορολογική απαλλαγή (ἀτέλειαν), δικαίωμα να έχουν πρώτες θέσεις στους αγώνες (προεδρίαν), να μην παραβιάζεται η κατοικία τους (ἀσυλίαν), και γενικά να τους παρέχεται ασφάλεια (ἀσφάλειαν) όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους άλλους προξένους των Δελφών.
Τον 2ο αι π.Χ. δυο Πάφιοι, ο Ἀριστώναξ Νουμηνίου και ο Μνήμων Ἀρίστωνος (SEG Η [ 1925) σ. 47, αρ. 290, IG VIII, 145) τιμώνται επίσης με τον τίτλο του προξένου και λαμβάνουν τις τιμές των προηγουμένων. Από τον 2ο αι. μ.Χ. Κύπριοι ρωμαϊκής καταγωγής παίρνουν επίσης τον τιμητικό τίτλο του πολίτη. Πρόκειται για τον Κόιντο Αλ[---]μο και τη σύζυγό του Κλαυδία και τον Φάβιο Φαλέρνο από την Πάφο (Fouilles de Delphes, ΙΙΙ, 4, 444; 3,248). Την ίδια εποχή επίσης ο Βάκχιος γιος του Τρύφωνος από την Πάφο παίρνει το ίδιο δικαίωμα (Fouilles de Delphes, 111,4,94).
(γ) Κύπριοι θεωροδόκοι: Όπως είναι γνωστό οι θεωροδόκοι ήταν τα πρόσωπα εκείνα που ορίζονταν από το ιερό των Δελφών να υποδέχονται και βοηθούν τους απεσταλμένους των βασιλιάδων ή τους αντιπροσώπους των πόλεων οι οποίοι έφθαναν στο ιερό προκειμένου να ζητήσουν χρησμό, να παραστούν σε γιορτές, ή ν' αφιερώσουν δώρα. Μπορούσαν ακόμη να σταλούν σε διάφορες πόλεις για να προσκαλέσουν στις γιορτές όπως πχ. στα Πύθια. Ο Ανταγόρας Δημοσθένους που αναφέρθηκε πιο πριν, ήταν επίσης θεωροδόκος (SGD1, 2648). Εξάλλου στους καταλόγους των θεωροδόκων αναφέρονται και οι κυπριακές πόλεις (BCH 45 [1925] σ. 4).
(δ) Πράξεις απελευθερώσεως δούλων: Το 168/67 π.Χ. κάποιος Αρχέλαος από τους Δελφούς είχε απελευθερώσει έναν Κύπριο δούλο (Κύπριος τό γένος Κύπριον) με την προϋπόθεση ότι θα έμενε στην υπηρεσία του μέχρι που ο Αρχέλαος θα πέθαινε (SGDI, 1749). Τον επόμενο χρόνο, επειδή ο Αρχέλαος πέθανε, ο Κύπριος απέκτησε την ελευθερία του αφού πλήρωσε ένα ποσό στους απογόνους του Αρχελάου (SGDI, 1750).
Ένας άλλος δούλος από την Πάφο, ο Χαιρήμων, είχε απελευθερωθεί το 141/40 π.Χ. από κάποιον κάτοικο των Δελφών (SGDI, 2250).
Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τους λόγους που οδήγησαν στην υποταγή των Κυπρίων αυτών στην κατάσταση του δούλου.
(ε) Καλλιτέχνες: Από τον 2ο αι. π.Χ. σώθηκαν τα ονόματα δυο Σαλαμινίων γλυπτών που έφτιαξαν ένα αφιέρωμα στους Δελφούς. Πρόκειται για τον Καλλικλή Ιπποκράτους και τον Εστιαίο Εστιαίου (J. Marcadé Recueil des signatures des sculpteurs grecs i, σ. 49).
Ο Πόπλιος Αίλιος Αιλιανός (2ος αι. μ.Χ.) Ρωμαίος την καταγωγή, πιθανόν από τη Σαλαμίνα, ήταν ονομαστός πυθαύλης, δηλαδή περίφημος παίκτης φλογέρας (πρβλ. το κυπριακό πυθκιάβλιν). Σε μια επιγραφή στους Δελφούς αναφέρονται οι νίκες του σε διάφορους αγώνες (Fouilles de Delphes III, 1, 547).
Βλέπε λήμμα: Πιδκιαύλιν
Τέλος ο Στρατοκλῆς Ἀπολλοδώρου από τη Σαλαμίνα, ήταν ιματιομίσθης, δηλαδή έφτιαχνε και νοίκιαζε κοστούμια για τις θεατρικές παραστάσεις (SGDI, 2563, 2565, 2566). Φαίνεται πως θα ήταν εγκατεστημένος στους Δελφούς και εξασκούσε εκεί αυτό το επάγγελμα.
Από τις μαρτυρίες που αναφέρθηκαν, φαίνεται καθαρά πόση σημασία απέδιδαν οι Κύπριοι στο πιο ονομαστό ιερό του ελληνικού κόσμου, αφού οι επαφές τους μαζί του ήταν σχεδόν αδιάκοπες από την εποχή της ίδρυσής του μέχρι και την παρακμή του.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια