Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουχασίλης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μουσελλίμης (ο Τούρκος τοπικός διοικητής, κυβερνήτης επί τουρκικής κυριαρχίας).

Συνώνυμα:

Μουχασήλ (ο)