Οι σχέσεις της Κύπρου με τη Δαμασκό μαρτυρούνται ή εξυπακούονται στην Προϊστορική, Κλασσική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή, στα πλαίσια των ευρύτερων επαφών Κύπρου - Συρίας - Λιβάνου - Παλαιστίνης (βλ. επίσης αυτοτελή λήμματα για τις σχέσεις της Κύπρου με τις χώρες αυτές).
Πιο γνωστή είναι η περίπτωση του Πτολεμαίου Θ' Σωτήρος Β' Λαθύρου, τέως στρατηγού της Κύπρου, που στα 108/7 π.Χ. φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια, κυνηγημένος από τον όχλο, ήρθε πίσω στην Κύπρο και απ' εδώ πήγε στη Συρία, για ν’ αποφύγει τις δυνάμεις της αντιπάλου μητέρας του Κλεοπάτρας Γ' και έπειτα ξαναγύρισε στην Κύπρο, της οποίας κατήργησε την στρατηγία. Μόνοι αντίπαλοί του στο νησί ήταν οι Εβραίοι Ανανίας και Χαλκίας. Στα 104 ο Λάθυρος έσπευσε στην Β. Συρία να υποστηρίξει τον Αντίοχο Θ' Κιζυκηνό, δεύτερο σύζυγο της τέως πρώτης συζύγου και αδελφής του Κλεοπάτρας Δ', εναντίον του Αντιόχου Γρυπού, βασιλιά της Δαμασκού και του συμμάχου του Αλεξάνδρου Ιανναίου, Ελληνοεβραίου βασιλιά της Παλαιστίνης, που βοηθούντο από τη μητέρα του Κλεοπάτρα Γ'. Ο στρατός της Κλεοπάτρας Δ', που χρησιμοποιούσε ο σύζυγός της Αντίοχος Θ' Κιζυκηνός, ήταν κυπριακός και τον είχε μεταφέρει η ίδια από το νησί όταν την διεζεύχθη ο Πτολεμαίος Θ' Σωτήρ Β' Λάθυρος. Ο τελευταίος επέστρεψε στην Κύπρο στα 102 π.Χ., και λίγο μετά το 101 π.Χ. έδωσε την κόρη του ως σύζυγο στον Αλέξανδρο Ιανναίο. Στα 95 π.Χ. έστειλε στρατό στην Συρία να βοηθήσει τον Δημήτριο Εύκαιρο, γιο του Αντιόχου Γρυπού, βασιλιά της Δαμασκού, στη διεκδίκηση του θρόνου της πόλης από αυτόν. Έτσι Δαμασκός και Κύπρος βρέθηκαν στο επίκεντρο του χαώδους περίπλοκου ανταγωνισμού των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου για μερικές δεκαετίες.
Κατά τη Φραγκοκρατία, στα τέλη του 1364, ο εμίρης της Δαμασκού απαίτησε από τον αντιβασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Λουζινιανό (πρίγκιπα της Αντιοχείας) στην απουσία του αδελφού του βασιλιά Πέτρου Α' Λουζινιανού από το νησί, να ελευθερώσει ένα Σαρακηνό που είχε συλληφθεί στην Αττάλεια κατά την εκεί επιχείρηση των δυο αδελφών, η οποία κατέληξε στην άλωση της πόλης (24 Αυγούστου 1361). Ο Ιωάννης απέρριψε το αίτημα. Η σχετική αλληλογραφία εμίρη και αντιβασιλιά έγινε δια μέσου των Κυπρίων εμπόρων της Δαμασκού, που προφανώς μετά την άρνηση του Ιωάννη συνελήφθησαν και υποχρεώθηκαν να γράψουν απειλητικές επιστολές στους αστούς της Κύπρου. Αυτές οι επιστολές, που ο Ιωάννης κοινοποίησε στον Πέτρο και μέσω αυτού στον πάπα και άλλους παράγοντες της Ευρώπης στην Αβινιόν, τότε έδρα των παπών, συγκίνησαν και εξόργισαν τον δυτικό κόσμο και τον έπεισαν να συμμαχήσει και υποστηρίξει τον Πέτρο Α' στην ετοιμαζόμενη από αυτόν σταυροφορία κατά του Ισλάμ.
Μετά τη μεταφορά της έδρας του πατριαρχείου Αντιοχείας στη Δαμασκό, από τα μέσα του 13ου αι. προσωρινά και από το 1378 οριστικά, οι σχέσεις της Κύπρου με το πατριαρχείο εντοπίζονταν πλέον στη Δαμασκό κι εκεί έδρασαν πολλοί Κύπριοι κληρικοί και ιεράρχες του πατριαρχείου, όπως ο πατριάρχης Σίλβεστρος* ο Κύπριος (1724-1766), κ.ά. Μέχρι της 15.4.1899 οπότε το πατριαρχείο περιήλθε στους αραβόφωνους με εκλογή του Λαοδικείας Μελετίου Ντουμάνι ως πατριάρχη, πολλοί Κύπριοι δρούσαν σ’ αυτό στη Δαμασκό σε διάφορα αξιώματα και θέσεις του θρόνου, επισκοπικές κ.ά.
Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 και την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Συρίας οι σχέσεις προς τη Δαμασκό πυκνώθηκαν με συχνές επισκέψεις διπλωματών, εμπόρων και άλλων Κυπρίων στη συριακή πρωτεύουσα.