Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μερτικόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το μερίδιο, το τμήμα ενός συνόλου που αντιστοιχεί σε ένα άτομο.

Συνώνυμα:

Μέρτιμον (το)