Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από τον Ιανουάριο του 1824 ως το 1827. Καταγόταν από την αρχοντική γαιοκτημονική οικογένεια των Τουμάζων της Κρίτου Τέρας Πάφου, που στα 1827 εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό και από την οποία καταγόταν και ο Αντώνης Κ. Ιντιάνος. Ως τις 25 Μαρτίου 1821 ήταν έξαρχος Κυρηνείας και από τις 19 Δεκεμβρίου 1821 ως τον Ιούνιο του 1824 μητροπολίτης Κυρηνείας, όπου τον διαδέχθηκε στις 7 Αυγούστου 1824 ο Χαραλάμπης.
Ο Δαμασκηνός ήταν ένας από τους τέσσερις ομήρους που ο μουχασίλης της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ως εγγύηση ότι οι ραγιάδες δεν θα εξεγείρονταν κατά του σουλτάνου μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821. Μετά την εκτέλεση, όμως, του Κυπριανού και των λοιπών αρχιερέων, ο Κουτσιούκ απελευθέρωσε τους ομήρους, και στα ίδια μουλάρια που είχαν μεταφέρει τους μάρτυρες στο Σεράγιο, μετέφερε τιμητικά τους τέσσερις στην Αρχιεπισκοπή και τους ανακήρυξε μητροπολίτες. Η χειροτονία κι η ενθρόνισή τους έγιναν αργότερα από τρεις επισκόπους του πατριαρχείου Αντιοχείας που εστάλησαν κατά παράκληση του οικουμενικού πατριάρχη Ευγενίου προς τον Αντιοχείας Σεραφείμ (Δεκέμβριος 1821). Αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Ιωακείμ.
Μετά την παραίτηση του Ιωακείμ από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο στις 21 Μαϊου 1824, ύστερα από σφοδρή πολεμική του Δαμασκηνού και των άλλων μητροπολιτών εναντίον του για ανικανότητα και παράπονα του Γάλλου προξένου για την εχθρική του στάση έναντι στη γαλλική παροικία, ο Δαμασκηνός εξελέγη αρχιεπίσκοπος στις 22 Μαϊου 1824. Στη θέση αυτή ο Δαμασκηνός υπήρξε τίμιος και ευθύς, και γι’ αυτό ήρθε σε οξεία σύγκρουση με τον βίαιο, αυθαίρετο και καταπιεστικό μουχασίλη ή βαλή Αλή Ρουχή (1827-1830). Ο Αλή Ρουχή πέτυχε να εξορίσει τον Δαμασκηνό στη Σπάρτη της Πισιδίας στα 1827, κατηγορώντας τον ως φορολογικά άδικο, τύραννο και υπεξαιρετή των φόρων, και ως διάδοχό του διόρισε τον Πανάρετο. Στη Σπάρτη ο Δαμασκηνός έμεινε με λίγους συνοδούς ως το 1830 ζώντας με δάνεια από τους Έλληνες της πόλης, που έπαιρνε ενεχυριάζοντας χρεωστικές ομολογίες που είχε πάρει μαζί του, με χρεώστες του τον (διάδοχό του) Πανάρετο και δυο μητροπολίτες, τον Χαρίτωνα Πάφου και τον Χαραλάμπη Κυρηνείας (21.848 γρόσια).
Επιστροφή στη Λάρνακα
Στις 6 Μαΐου 1828 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Χρύσανθος Α' γράφει στον Δαμασκηνό παρηγορητική επιστολή και υπόσχεται να τον ελευθερώσει· τον Μάρτιο του 1830 γράφει στον Πανάρετο να καταβάλει το πιο πάνω ποσό στους δανειστές του Δαμασκηνού, κατοίκους της Σπάρτης. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1830 ο Χρύσανθος γράφει στον Πανάρετο για την απελευθέρωση του Δαμασκηνού, που φαίνεται ότι επετεύχθη τότε. Στα 1837 οι πρόκριτοι Λάρνακος γράφουν στον Πανάρετο συμφωνώντας να δεχθούν ως πρόεδρο της μητρόπολής τους τον Δαμασκηνό, τον οποίο επαινούν ως διαπρέψαντα και ἐξωθέντα ἀδίκως ὑπό ἑτεροεθνοῦς. Στις 17 Φεβρουαρίου 1839 ο Πανάρετος, κατόπιν της συμφωνίας των Λαρνακέων, αναγγέλλει στον Δαμασκηνό τον διορισμό του ως προέδρου των. Ο Δαμασκηνός δέχτηκε με χαρά τη νέα θέση, από την οποία εργάστηκε εντατικά για την πρόοδο των σχολείων και για όλα τα κοινά ως τον θάνατό του στα 1846. Μετείχε στις συνελεύσεις της Συνόδου και των δημογερόντων στην Αρχιεπισκοπή, και ηγήθηκε πρεσβείας με τον Κυρηνείας Χαραλάμπην, τον Χατζή Κυργέην Σαριπόγλου και τον Χατζή Ιωάννην Βίκην στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έφερε βασιλικούς ορισμούς που καθόριζαν οριστικά τα ποσά των πληρωτέων από τους ραγιάδες δασμών και μισθών μερικών διοικητικών και στρατιωτικών λειτουργών. Σώζεται ελαιογραφία του Δαμασκηνού στη μητρόπολη Κιτίου.