Δακκαννούριν (το) ή δακκαννούρα (η) λέγεται η δαγκάνα του κάβουρα, που είναι επίσης γνωστή και ως δόντιν του καούρου. Σε παλαιότερες εποχές, και ιδίως κατά την Τουρκοκρατία, αποτελούσε διακοσμητικό στοιχείο στα φέσια που φορούσαν οι αγάδες και οι προύχοντες, ως μέρος μιας δέσμης διαφόρων μικρών ομοιωμάτων ποικίλων αντικειμένων, όπως η πιστόλα, το σπαθί, το ψαλίδι, το τσεκούρι κλπ. Τα ομοιώματα αυτά κρέμονταν από μικρές αλυσίδες στερεωμένες στην άκρη μεγάλης καρφίτσας, κι όλα μαζί σχημάτιζαν μια μεταλλική φούντα. Τόσο η καρφίτσα όσο και οι αλυσίδες και τα ομοιώματα ήταν ασημένια. Το δακκαννούριν ήταν επίσης «δεμένο» από χρυσοχόους σε ασημένια βάση. Η καρφίτσα στερεωνόταν πάνω στο ύφασμα (σαρίτζ’ιν) που περιέβαλλε το φέσι στη βάση του. Το κόσμημα αυτό εντάσσεται στο ευρύτατο θέμα του καλύμματος της κεφαλής και της τοποθέτησης διαφόρων διακριτικών γνωρισμάτων σ’ αυτό και σε άλλα τμήματα της στολής, που σχετίζονταν με θρησκευτικές και ιδεολογικές διακρίσεις αλλά αποτελούσαν και σύμβολα κοινωνικών τάξεων.
Ειδικότερα το δακκαννούριν, ακόμη και σήμερα σε χωριά το καρφιτσώνουν στον ώμο μικρών παιδιών, συνήθως μαζί με «αμματόπετραν», για να διώχνει το «κακό μάτι».
Λαθροθήρες χρησιμοποιούσαν επίσης το δακκαννούριν για να προσελκύουν λαγούς τα χαράματα ή το ηλιοβασίλεμα. Ρίνιζαν το δακκαννούριν στη μύτη, μέχρι να φανεί μια μικρή τρύπα (γιατί εσωτερικά είναι άδειο) και το χρησιμοποιούσαν, αφού το έβαζαν στο στόμα τους, για να μιμούνται τη φωνή της λαγουδίνας. Εάν υπήρχαν αρσενικοί λαγοί στην περιοχή, έτρεχαν προς το μέρος της φωνής, οπότε πολύ εύκολα σκοτώνονταν. Το είδος αυτό του κυνηγίου απαγορεύεται αυστηρά.