Ασβεστούχο ορυκτό, συνήθως άσπρου χρώματος. Ο χημικός του τύπος είναι CaSO42H2O. Για να καταστεί εμπορεύσιμος ο γύψος θερμαίνεται σε ειδικούς κλιβάνους σε θερμοκρασία 150 C, για να απολέσει το κρυσταλλικό του νερό, οπότε αποκτά πλαστικότητα. Στη συνέχεια αλέθεται και γίνεται άσπρη σκόνη. Η σκόνη αυτή έχει την ιδιότητα όταν ανακατευτεί με νερό να γίνεται πλαστική μάζα που πήζει και σκληραίνεται πολύ γρήγορα. Αντέχει σε μεγάλες θερμοκρασίες, όχι όμως πάνω από 200 C, γιατί τότε χάνει την ιδιότητά του να ενώνεται με το νερό και είναι άχρηστος (νεκρός γύψος). Χρησιμοποιείται στην οικοδομική βιομηχανία αλλά και για διάφορες άλλες εργασίες, όπως στη γλυπτική, στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων, για χειρουργικούς επιδέσμους και νάρθηκες κλπ.
Ο γύψος ήταν γνωστός στην Κύπρο, όπου εξορυσσόταν και βρισκόταν σε χρήση από τα αρχαία χρόνια. Ο Λατίνος συγγραφέας Πλίνιος (Naturalis Historia, 36, 182 - 183), αναφέρει ότι ο γύψος στην Κύπρο εξορυσσόταν από τη γη. Ο Θεόφραστος επίσης, στο σύγγραμμά του Περί Λίθων (64-66), σημειώνει: Ἡ δέ γύψος γίνεται πλείστη μέν ἐν Κύπρῳ καί περιφανεστάτη... Αφού περιγράφει τις χρήσιμες ιδιότητες του ορυκτού αυτού, δίνει και την πληροφορία ότι τόσο στην Κύπρο όσο και στη Φοινίκη εχρησιμοποιείτο στις οικοδομές.
Κοιτάσματα γύψου υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Κύπρου, στη σύγχρονη όμως εποχή ο γύψος εξορύσσεται κυρίως στις περιοχές Μπογαζίου - Γαστριών, Ψεματισμένου, Τόχνης, Αραδίππου, Γύψου, Πισσουρίου κ.α. Επεξεργασία γύψου γίνεται κυρίως στη Λευκωσία και στην Καλαβασό. Ακατέργαστος γύψος εξάγεται από την Κύπρο, σε ποσότητες πάνω από 20.000 τόνους.
Βλέπε λήμμα: Γεωλογία
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια