Έτσι ονομαζόταν υπαίθρια λαϊκή αγορά που λειτουργούσε παλαιότερα κάθε Παρασκευή στη Λευκωσία, στην περιοχή της «Αλάμπρας» (πρώην Εμπορική Λέσχη), στο τέρμα της οδού Λήδρας και της συμβολής της με την εμπορική οδό Ερμού. Ονομαζόταν γυναικοπάζαρον γιατί τόσο οι πωλητές όσο και οι πελάτες ήσαν συνήθως γυναίκες, τα δε είδη που πωλούνταν ήταν ρουχισμός, φαγώσιμα, σκεύη και πολλά άλλα που ενδιέφεραν κυρίως τη γυναίκα και το νοικοκυριό της. Συνηθέστερα, ο λαός το ονόμαζε γεναικοπάζαρον (από το ουσιαστικό, στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, γεναίκα, αντί γυναίκα).
Η Εκκλησιαστική Επιτροπή Φανερωμένης, στην οποία ανήκει μέχρι και σήμερα το οικοδομικό σύμπλεγμα, γύρω στα μέσα του 1920 αποφάσισε να προβεί σε μια πρώτη εμπορική ανακατασκευή του αστικού συγκροτήματος που βρισκόταν μεταξύ των οδών Λήδρας, Λιπέρτη, Φανερωμένης και Νικοκλέους, δρόμοι γύρω από την τότε γνωστή Εμπορική Λέσχη Αλάμπρα. Το γνωστό γυναικοπάζαρο, ήταν βασικά ένα μεγάλο υπόστεγο που αποτελείτο από τρεις κεντρικούς διάδρομους. Το έργο χτίστηκε με βάση τα σχέδια του αρχιτέκτονα Θεόδωρου Φωτιάδη (1878-1952) και εργολάβοι ήταν οι Κωνσταντίνος Χριστοδούλου και Μενέλαος Κωνσταντίνου με συνολική δαπάνη ύψους 2.350 στερλινών. Τα εγκαίνια της αγοράς πραγματοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 1926 στην παρουσία του τότε Αρχιεπίσκοπου Κύπρου Κύριλλου Γ’ και του τότε Βρετανού έπαρχου Λευκωσίας Hart Davies.
Βλέπε λήμμα: Τουρκοκρατία
Κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας (γι’ αυτό εξάλλου λειτουργούσε κάθε Παρασκευή, που ήταν η αργία των Τούρκων), το γυναικοπάζαρον όπως και οι άλλες υπαίθριες αγορές της Λευκωσίας, διαλύθηκε στις 6 Ιουνίου 1958, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών. Στην οδό Ερμού, επίσης κάθε Παρασκευή, λειτουργούσε και άλλη λαϊκή αγορά. Ζωαγορά λειτουργούσε κάθε Παρασκευή στην πύλη της Κερύνειας.
Στην περιοχή όπου λειτουργούσε κάθε Παρασκευή το γυναικοπάζαρον υπήρχαν βέβαια πωλητές που εξέθεταν και πουλούσαν τα προϊόντα ή τα εμπορεύματά τους καθημερινά. Όμως κάθε Παρασκευή η εικόνα θύμιζε μεγάλο πανηγύρι. Δεκάδες πρόχειροι πάγκοι στήνονταν, στους οποίους ήταν εκτεθειμένα τα εμπορεύματα, και εκατοντάδες αγοραστές πηγαινοέρχονταν επιθεωρώντας, παζαρεύοντας, αγοράζοντας. Κοντά σ’ αυτούς προσθέτονταν και οι μικροπωλητές μαχαλλεπιού, σησαμόπιττας, σαλεπιού, αϊρανιού κλπ.
Για να ψωνίσουν από τη Λευκωσία, κατέβαιναν στην πρωτεύουσα κάθε Παρασκευή και πάρα πολλοί πελάτες από τα γύρω χωριά, ενώ χωρικοί με τα προϊόντα τους πήγαιναν επίσης εκεί κάθε Παρασκευή για να τα πουλήσουν. Ίσως από το γεγονός αυτό να γεννήθηκε και η παροιμία:
Όσοι μπούσιν τζ’όσοι βκούσιν,
την Παρασκευήν στην Χώραν.
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές που άρχισαν το 1958 με επιθέσεις, δολοφονίες και εμπρησμούς από εξτρεμιστές Τουρκοκυπρίους με την υποστήριξη των Βρετανών, τόσο το γυναικοπάζαρον όσο και η δημοτική αγορά της οδού Ερμού, και τα άλλα υπαίθρια παζάρια που βρίσκονταν μέσα ή κοντά στις τούρκικες γειτονιές, έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν αλλού.
Η ιστορική αγορά και η Εμπορική Λέσχη Αλάμπρα μαζί με όλα τα γύρω καταστήματα κατεδαφίστηκαν περί το 1968-1969 για να «δώσουν τόπο» στο νέο μεγαλεπήβολο για την εποχή σύμπλεγμα καταστημάτων, γραφείων και του μεγάλου υπόγειου χώρου στάθμευσης που λειτουργεί μέχρι και σήμερα μεταξύ της γωνίας των οδών Λήδρας και Νικοκλέους (νότια) και αντίστοιχης (βόρειας) γωνιάς των οδών Λήδρας με Λιπέρτη.
Το γυναικοπάζαρον αποτελούσε μια ξεχωριστή νότα ζωής της παλαιάς Λευκωσίας, και κοινωνική εκδήλωση που χαρακτήριζε μια ολόκληρη εποχή.
Η ιδιαίτερα γραφική αλλά και εξυπηρετική για όλο τον κόσμο αυτή υπαίθρια αγορά της Λευκωσίας, κατά τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναβιώνει. Αρχικά, με πρωτοβουλία του δήμου της Λευκωσίας, οργανώθηκε στο πλαίσιο των ετησίων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων του δήμου, περισσότερο ως «θεατρική πράξη» παρά ως πραγματική λαϊκή αγορά, για να καταδείξει στους νεώτερους το χαμένο ήδη «χθες» της πρωτεύουσας. Τελευταίως, όμως, άρχισε να οργανώνεται επί συστηματικής βάσεως, ως ένας θεσμός που επανέρχεται, και πάλι κάθε Παρασκευή, κατά περιόδους, σε χώρο κάτω από τα βενετσιάνικα τείχη της Λευκωσίας
Ωστόσο σήμερα, τόσο η όλη «ατμόσφαιρα» όσο και ο «χαρακτήρας» του παλαιού γεναικοπάζαρου είναι εντελώς αδύνατο να βρεθούν ξανά. Εν πρώτοις, η παλαιά εβδομαδιαία εκδήλωση, που γινόταν με το στήσιμο πρόχειρων πάγκων με επίσης πρόχειρες τέντες και άλλες εγκαταστάσεις, είχε το «χρώμα» της εποχής: βρακάδες που κατέβαιναν από τα χωριά με τα γαϊδούρια τους, γυναίκες με τα κεφαλομάντηλα ή και τους φερετζέδες, περιφερόμενοι μικροπωλητές ειδών που δεν ανευρίσκονται πλέον (όπως σαλέπι, αϊράνι, παστέλλι, σησαμόπιττα κλπ.). Το πολυπληθές κοινό της παλαιάς εποχής κατέβαινε στο γεναικοπάζαρον όχι απλώς για να περάσει την ώρα του, να διασκεδάσει περισσότερο παρά να εξυπηρετηθεί. Αντιθέτως, σε μία ατμόσφαιρα «πανηγυριού», ερχόταν από πραγματική ανάγκη να αγοράσει αγαθά σε φθηνότερες τιμές ή να πωλήσει τα προϊόντα του — ή και τα δύο. Ύστερα, στην όλη «ατμόσφαιρα» συνέβαλλαν και οι παραδοσιακοί τεχνίτες της παλαιάς Λευκωσίας, που είχαν στην περιοχή του κέντρου τα εργαστήρια και καταστήματά τους, και που σήμερα δεν υπάρχουν: χαλκουργοί, αργυροχόοι και χρυσοχόοι, παπλωματάδες, σκαρπάρηδες και τσαγκάρηδες, γανωματήδες και αρκετοί άλλοι. Επίσης, τα προϊόντα που διετίθεντο τότε προς πώληση — κυρίως υφάσματα, ασπρόρουχα αλλά και πολλά άλλα είδη — ήταν κατά κύριον λόγο παραδοσιακής ντόπιας παραγωγής. Σήμερα τα πάντα σχεδόν είναι βιομηχανοποιημένα είδη εισαγωγής.
Πηγές
1. Κώστας Γεωργίου, «Η αρχιτεκτονική των Κυπρίων επί αγγλοκρατίας 1878-1960», Λευκωσία, Εν τύποις
2. Κέβορκ Κ. Κεσισιάν «Λευκωσία, η πρωτεύουσα της Κύπρου άλλοτε και τώρα», Λευκωσία, 1989