Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λιοβούττημαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ηλιοβούττημαν (το ηλιοβασίλεμα, η δύση του ήλιου).

Συνώνυμα:

ήλιος+βούττημαν=βουτώ

Ειδικές φράσεις:

«....κατά τα λιοβουττήματα, κάθουμαι για να πνάσω...» (Κωσταντίνου Γαβριήλ, «Πριν να βουττήσ’ ο ήλιος», Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, σελ.7, 1982) ή «...ετσά τα λιοβουττήματα εμπήκεν το Μονάγριν. Ο Τσ̌ιτσ̌εκλής εκάθετουν πάνω ΄ς χρυσόν κρεβάτιν...» (Μενάνδρου Σίμου, «Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται», σελ. 361, Λ/σία, 2001)