Λέγεται επίσης ππαλουζές (ο) και ππαλουζέ (η). Η μουσταλευριά, πολτός από μούστο (χυμό σταφυλιών) και αλεύρι. Δημοφιλές παραδοσιακό παρασκεύασμα των ορεινών κυρίως χωριών της Κύπρου που παράγουν σταφύλια.
Η γρούτα τρώγεται ζεστή, από το καζάνι όπου παρασκευάζεται, αλλά κυρίως αφού κρυώσει, ως γλύκισμα. Κρύα, είναι δυνατό να κόβεται σε φέτες. Προκειμένου να διατηρηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα, η γρούτα κόβεται σε φέτες που απλώνονται στα δώματα και στις αυλές των σπιτιών για να ξεραθούν από τον ήλιο, οπότε γίνονται τα λεγόμενα κκιοφτέρκα, που τρώγονται σαν γλύκισμα ή συνοδευτικό οινοπνευματωδών ποτών.
Από τη ζεστή γρούτα κατασκευάζεται επίσης ο σιουτζ’ούκκος, άλλο παραδοσιακό και ιδιαίτερα αγαπητό κυπριακό γλύκισμα. Ο σιουτζ’ούκκος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σειρά από καρπούς αμυγδάλου ή καρυδιού που, αφού μαλακώσουν σε κρύο νερό, περνιούνται με βελόνα σε μακριές κλωστές. Οι κλωστές αυτές με τις κούννες, που λέγονται κουλλούρκα, βουτιούνται επανειλημμένα στο καζάνι με τη γρούτα όταν αυτή είναι ζεστή και αρκετά πηχτή, ώστε να επικολλάται ολόγυρα, καλύπτοντάς τις. Στη συνέχεια, κρεμάζονται για να κρυώσουν.
Η λέξη γρούτα προήλθε ίσως από τη γαλλική crotte (=πηλός).
Σε αρκετά χωριά γίνεται διαχωρισμός μεταξύ γρούτας και ππαλουζέ, ως εξής:
Γρούτα: Είναι σκούρου χρώματος, γιατί κατασκευάζεται με βάση το λεγόμενο έψημαν (από τη λέξη αφέψημα). Το έψημαν είναι μούστος, κυρίως από μαύρα σταφύλια, που βράζεται για πολλή ώρα ώσπου γίνεται χυλός, ύστερα τοποθετείται σε μπουκάλες και διατηρείται για να χρησιμοποιηθεί σε εποχές που δεν υπάρχουν σταφύλια. Για να κατασκευαστεί η γρούτα διαλύεται το έψημαν σε ποσότητα νερού, γιατί είναι πολύ γλυκό, προστίθεται λίγο αλεύρι και το μείγμα τοποθετείται στη φωτιά όπου βράζει ενώ ταυτόχρονα ανακατεύεται συνεχώς, μέχρι να πήξει. Προστίθενται και διάφορα αρωματικά βότανα. Κατασκευάζεται κυρίως τον χειμώνα.
Ππαλουζές: Είναι ξανθού χρώματος και κατασκευάζεται την εποχή του τρύγου, συνήθως από άσπρα σταφύλια (ξυνιστέρια). Τα σταφύλια αφού πλυθούν, αλέθονται και συγκεντρώνεται ο μούστος (χυμός σταφυλιού). Ο μούστος ή μουστάριν όπως λέγεται στην Κύπρο, ρίχνεται σε καζάνι και βράζεται στη φωτιά. Προστίθεται λίγο άσπρο χώμα που υποβοηθάει στο ν’ αφρίζει. Ο αφρός αφαιρείται. Αφήνεται ύστερα ο μούστος να κρυώσει, ενώ προστίθεται και λίγο αλεύρι που υποβοηθάει στο καλύτερο καθάρισμά του.
Την επόμενη μέρα κατασκευάζεται ο ππαλουζές από τον μούστο αυτό, ως εξής: Ο μούστος βράζεται στη φωτιά και προστίθεται σ' αυτόν αλεύρι σε αναλογία μια κούζα (=8 οκάδες) μούστου, με μια οκά αλεύρου. Το αλεύρι που προστίθεται στον μούστο, διαλύεται προηγουμένως σε κρύο μούστο. Το μείγμα ανακατεύεται συνεχώς ενώ βράζει στη φωτιά, μέχρι να πήξει.