Ανεφαντάρης

Image

Ο υφαντής. Η λ. προέρχεται από το ρ. υφαίνω. Η υφάντρια λέγεται ανεφανταρκά. Πρβλ. και τη γνωστή κυπριακή παροιμία:

 

Ράφτης ακατάραφτος,

τσαγγάρης ανυπόλητος

τζ' ανεφαντάρης τίτσιρος.

 

Ανεφαντάρης και ανεφανταρκά λέγεται και η αράχνη, διότι υφαίνει τον ιστό της.