Ήταν το επίσημο νόμισμα της Κύπρου κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της Φραγκοκρατίας, από την εποχή του Ερρίκου Β' μέχρι την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς, δηλαδή για περισσότερο από δυο αιώνες (1285 -1489). Όταν οι Λουζινιανοί κατέλαβαν την Κύπρο το 1192, το επίσημο νόμισμα της Κύπρου ήταν το λευκό βυζάντιο, το οποίο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως πραγματικό νόμισμα κατά τα πρώτα εκατόν χρόνια της Φραγκοκρατίας. Τέτοια νομίσματα κόπηκαν από τον Γκυ (Γουίδο) και τους βασιλιάδες Αμάλριχο, Ούγο Α', Ερρίκο Α' και Ιωάννη Α'.
Όμως η κοπή των λευκών βυζαντίων διακόπηκε οριστικά επί βασιλείας του Ερρίκου Β' που ανέβηκε στο θρόνο της Κύπρου το 1285. Αυτός επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στο μέχρι τότε ισχύον νομισματικό σύστημα της Κύπρου. Διέκοψε την κοπή λευκών βυζαντίων και εισήγαγε ως νέο νόμισμα το γρόσο και το ημίγροσο, που ήταν αργυρά νομίσματα. Η εισαγωγή του νέου αυτού νομίσματος είχε ως σκοπό την προσαρμογή του νομισματικού συστήματος της Κύπρου προς το νομισματικό σύστημα της υπόλοιπης λατινοκρατούμενης Ανατολής. Βέβαια, παράλληλα εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και το λευκό βυζάντιο, όχι όμως ως πραγματικό νόμισμα, αλλά μόνο ως ονομαστική αξία για σκοπούς υπολογισμού.
Η κυκλοφορία του γρόσου κι ιδιαίτερα η χρήση του στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου επαυξήθηκε και ενισχύθηκε ουσιαστικά από το πρώτο μισό του 14ου αιώνα και μετά. Σ' αυτό συνετέλεσε η πτώση της Άκρας (1291) που είχε ως αποτέλεσμα η μεγαλύτερη εμπορική κίνηση της Συρίας να μεταφερθεί στα λιμάνια της Κύπρου, τα οποία ήταν και οι μόνοι εμπορικοί σταθμοί της Ανατολής στα χέρια των Χριστιανών και η Κύπρος να γνωρίσει περίοδο οικονομικής προόδου.
Το γρόσο παρέμεινε το επίσημο νόμισμα της Κύπρου μέχρι το τέλος της κυριαρχίας των Λουζινιανών. Η κοπή του σταμάτησε μόνο μετά τη μεταβίβαση του νησιού στους Βενετούς από την Αικατερίνη Κορνάρο (1489), οπότε στην Κύπρο εισήχθη η κυκλοφορία των βενετικών νομισμάτων. Γρόσα και ημίγροσα έκοψαν όλοι οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου μετά τον Ερρίκο Β . Όμως τα ωραιότερα νομίσματα θεωρούνται εκείνα που κόπηκαν επί αντιβασιλείας του Αμωρύ που σφετερίστηκε τον θρόνο από τον αδελφό του και διετέλεσε βασιλιάς από το 1306 μέχρι τη δολοφονία του το 1310.
Ότι το επίσημο νόμισμα της Κύπρου μέχρι τα τελευταία χρόνια της Φραγκοκρατίας ονομαζόταν γρόσο, το πληροφορούμαστε από διάφορα έγγραφα και ιδίως από τον χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο που αναφέρει τα εξής: Ἀβιζιάζω σας, ὃτι ἅνταν ἦρτεν ὁ ρήγας [Ιάκωβος Β' ] δέν εἶχεν νά ποίσῃ ὂξοδον καί ἐποῖκεν μονέδαν χαρκήν, καί ἐπῆρεν τά χαρκία τῶν λουτρῶν ˙ καί κεῖνος ἦτον ἡ ἀφορμή καί ἐχαλάσαν τά λουτρά. Καί ἐπῆρεν τά χαρκωματικά τούς νοικοκυρούς καί ἐποῖκεν καρτζά καί σιζινία καί πᾶσα σιζίνιν ἐπήγαινεν στ' καρτζά. Καί ἔτρέχεν γ' χρόνους [το χαλκούν νόμισμα] ˙ καί τότες ἒρριψέν την καί ἐποῖκεν γροχία ἀργυρᾶ καί κεῖνος καβαλλάρης... (Γεώργιος Βουστρώνιος, Διήγησις... έκδ. «Φιλόκυπρος», 1989, παρ. 62).
Το γρόσο και το ημίγροσο κόπτονταν κατά μίμηση των νομισμάτων της Γαλλίας. Ο Pegolotti αναφέρει ότι από ένα μάρκο (8 ουγγίες) κόπτονταν 48 γρόσα και επειδή το κυπριακό μάρκο ήταν ίσο προς 4.321 1/16 βενετικούς κόκκους, έπεται ότι ο ακριβής σταθμός του γρόσου ήταν ανάγκη 90 22/1000 βενετικούς κόκκους και το ημίγροσο 45 11/1000. Έτσι το γρόσο από την εποχή του Ερρίκου Β' μέχρι του Πέτρου Α' (1285 - 1369) είχε ακριβή σταθμό κόκκων. Όμως ο σταθμός των κόκκων από την εποχή της βασιλείας του Πέτρου Β' (1369 - 1382) και προπαντός του Ιακώβου Α' (1382 - 1398) αρχίζει να μειώνεται. Η τάση αυτή συνεχίζεται μέχρι της βασιλείας της Αικατερίνης Κορνάρο, οπότε μειώνεται στους 48 κόκκους.
Επομένως, στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου από την εποχή της βασιλείας του Ερρίκου Β' ως το τέλος της Φραγκοκρατίας υπήρχαν τρία πραγματικά νομίσματα: το γρόσο, που είχε και τη μεγαλύτερη ονομαστική αξία, το ημίγροσο που είχε τη μισή αξία του γρόσου και το δηνάριο που ήταν μικρότερης αξίας. Τα πρώτα δυο ήταν αργυρά νομίσματα και το τρίτο χάλκινο νόμισμα. Όμως, εκτός απ' αυτά εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και το λευκό βυζάντιο ως ονομαστική αξία. Οι σχέσεις μεταξύ των νομισμάτων αυτών ήταν οι ακόλουθες: 12 δηνάρια ισοδυναμούσαν με 1 ημίγροσο, 2 ημίγροσα με 1 γρόσο και 2 γρόσα με 1 λευκό βυζάντιο.
Η σχέση του γρόσου προς τα ισχυρότερα ξένα νομίσματα της εποχής ήταν η ακόλουθη: 7 γρόσα ανταλλάσσονταν με 1 χρυσό σαρακηνάτο και 7 1/2 γρόσα με 1 χρυσό δουκάτο της Βενετίας.