Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κωλοβούττης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αυτός που αρπάζει τους πισινούς. 2. το πτηνό ερυθρόλαιμος.

Ετυμολογία:

κώλος(= πισινός) +βουττώ(= αρπάζω)

Συνώνυμα:

Νεροβούττης (ο)