Το μοναστήρι της Παναγίας Γαλατερούσας είναι άγνωστο στις γραπτές πηγές. Ήταν λαξευτό στο βράχο όπως και το μοναστήρι της Εγκλείστρας του Αγίου Νεοφύτου. Ο πωρόλιθος όμως στον οποίο ήταν λαξευμένα το καθολικό, η τράπεζα και τα κελιά διαβρώθηκε και καταστράφηκε με αποτέλεσμα να καταστραφούν τόσο τα κελιά όσο και το καθολικό (=ναός) και η τράπεζα του μοναστηριού. Πότε έγινε αυτό δεν είναι γνωστό.
Το τρωγλοδυτικό αυτό μοναστήρι βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο στα νότια του Καραβά, σκαμμένο στα πετρώματα που δεσπόζουν του χωριού. Στο μοναστήρι αυτό οδηγεί στενό και δύσβατο μονοπάτι που αρχίζει από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης του Καραβά. Το μοναστήρι είχε λαξευθεί στην πλευρά απόκρημνου βράχου που δεσπόζει μιας χαράδρας, στο βάθος της οποίας κυλούν τα νερά του μικρού αυλακιού που μεταβάλλεται σε χείμαρρο κατά την περίοδο των βροχών. Κοντά στο μοναστήρι υπάρχει μικρή πηγή, από την οποία υδρεύετο. Σήμερα διακρίνονται στον βράχο υπολείμματα λαξευτών κελιών και δυο μεγαλύτερα λαξευτά σπήλαια. Στο βάθος του ενός διακρίνονταν μέχρι το 1974 χαράγματα ψαριών και σταυρών και προφανώς ήταν η τράπεζα του μοναστηριού. Στο άλλο σώζονταν μέχρι το 1974 τρεις μικρές αχιβάδες στην ανατολική του πλευρά, μια αχιβάδα στο ανατολικό άκρο της νότιας πλευράς που εντοιχίσθηκε μερικώς και τμήμα της βόρειας πλευράς.
Το 1943 η Μητρόπολη της Κερύνειας, με άδεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, μετακίνησε τους βράχους της οροφής και των πλευρών που είχαν καταπέσει λόγω της διάβρωσης του βράχου και φάνηκαν οι πλευρές και τα θεμέλια του δυτικού τοίχου, που ήταν κτιστός, τα θεμέλια του νότιου και βόρειου τοίχου και τμήματα των τυφλών τόξων του βόρειου και νότιου τοίχου. Έτσι αποκαλύφθηκε η κάτοψη του μικρού αυτού ναού. Ο ναός είχε σχήμα πλαγιαστού ορθογωνίου και μήκος 3,72 μ. και πλάτος 3,93 μ. εσωτερικά. Οι τρεις ημικυκλικές αχιβάδες του ανατολικού τοίχου είναι λαξευμένες σε ύψος 1 μ. περίπου από το έδαφος και άνισες μεταξύ τους. Η βόρεια είναι η μικρότερη και μεγαλύτερη η κεντρική. Τα τυφλά τόξα του βόρειου και νότιου τοίχου άρχιζαν από το έδαφος και ήσαν ελαφρά οξυκόρυφα. Το ύψος της οροφής ήταν 2,30 μ. από το δάπεδο.
Ο λαξευτός αυτός ναός ήταν αρχικά ολόκληρος διακοσμημένος με τοιχογραφίες. Μέχρι το 1974 σώζονταν τοιχογραφίες στον ανατολικό τοίχο και τις τρεις αχιβάδες και στα τμήματα του βόρειου και νότιου τοίχου που σώζονταν. Λόγω της έκθεσης των τοιχογραφιών στις καιρικές συνθήκες οι τοιχογραφίες έπαθαν πολλή φθορά και κινδύνευαν να καταστραφούν τελείως. Για να προστατευθούν κτίσθηκε το 1968 το εκκλησάκι και καλύφθηκε με πλάκα από ενισχυμένο σκυρόδεμα.
Στη βόρεια αχιβάδα του ανατολικού τοίχου εικονίζεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στραμμένος προς τα αριστερά του με το δεξί χέρι υψωμένο σε δέηση. Στο αριστερό κρατεί ειλητάριο μισοκατεστραμμένο στο οποίο διασώζονται οι λέξεις «ΗΔΕ Ο ΑΜΝΟΣ Τ...». Στην κεντρική αχιβάδα εικονίζεται η Παναγία με τα χέρια σε δέηση και με τον Χριστό μπροστά στο στήθος της. Την Παναγία συνοδεύει η επιγραφή «Η ΣΤΑΖΟΥΣΑ». Στη νότια αχιβάδα εικονίζεται σε στάση μετωπική άγιος αρχιερέας, που όπως φαίνεται από την εικονογραφία, είναι ο άγιος Νικόλαος. Και τα τρία πρόσωπα εικονίζονται από τη μέση και πάνω. Μεταξύ της βόρειας και κεντρικής αχιβάδας σώζεται πολύ κατεστραμμένος όρθιος άγιος με γκριζόλευκη κόμη και γενειάδα. Μεταξύ της κεντρικής και της νότιας αχιβάδας σώζεται μικρό τμήμα αγίου και το τέλος του ονόματος του ... «ΜΗΟΣ» (Ευθύμιος; Αβράμιος;). Κάτω από τις αχιβάδες σώζονται δυο στρώματα τοιχογραφίας με διακοσμητικό βλαστό. Στον νότιο τοίχο κοντά στον άγιο Νικόλαο, σώζεται μεγάλο τμήμα ένθρονου Χριστού. Ο Χριστός εικονιζόταν σε μετωπική στάση καθισμένος σε θρόνο με ψηλό λυρόσχημο ερεσίνωτο. Σώζονται αρκετά καλά το κεφάλι και το κάτω μέρος του σώματός του.
Στον βόρειο τοίχο σώζεται μικρό τμήμα όρθιου αδιάγνωστου αγίου, πιθανότατα ιεράρχη. Οι τοιχογραφίες των τριών αχιβάδων του ανατολικού τοίχου φαίνονται παλαιότερες από την τοιχογραφία του Χριστού. Η τελευταία μπορεί να τοποθετηθεί στις αρχές του 13ου αιώνα.
Στο τύμπανο του νότιου τυφλού τόξου αποκαλύφθηκε μισοκατεστραμμένη μεγαλογράμματη επιγραφή. Η μορφή των γραμμάτων και η πρόταξη της επιγραφής του μονογράμματος του Χριστού τοποθετεί την επιγραφή πριν από τον 9ο αιώνα. Τότε πιθανότατα ιδρύθηκε και το άγνωστο αυτό μοναστήρι που πιθανότατα ήταν αφιερωμένο στη Θεοτόκο τη Στάζουσα.