Συριακή οικογένεια της Κύπρου που είναι γνωστή και ως Ούρρη ή Χούρη (Gurri ή Ourry ή Houry ή Ghoury). Τα μέλη της οικογένειας αναμείχθηκαν με τη φραγκική αριστοκρατία της Κύπρου, αν και τουλάχιστον μερικά από αυτά στα 1415 ήσαν ακόμη αστοί (π.χ. ο Νικόλας Γούρρη). Πάντως η κατοχή οικοσήμου από τους Γούρρη (π.χ. τον Ιάκωβο στην Αγία Σοφία Λευκωσίας) μαρτυρεί την κοινωνική άνοδο τουλάχιστον ενός κλάδου τους προς την ευγένεια.
Ένα από τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας ήταν ο Ιάκωβος Γούρρη, βισκούντης της Λευκωσίας. Μετά την ήττα και σύλληψη του Ιανού από τους Μαμελούκους (18.7.1426) ο Ιάκωβος Γούρρη έλαβε μέρος στις προσπάθειες σωτηρίας του βασιλιά και του βασιλείου του, με αποστολή στην Καστίλλη για να συλλέξει οικονομική βοήθεια.
Μετά την άνοδο στον θρόνο της Κύπρου του Ιωάννη Β΄ (1432), λόγω της ανηλικιότητάς του διορίστηκε αντιβασιλιάς ο σερ Πέτρος Λουζινιανός, κόμης της Τριπόλεως, δεύτερος εξάδελφός του, που ανέλαβε το αξίωμα του κοντοστάβλη της Κύπρου. Αυτός διόρισε διάφορους άλλους σε υψηλά αξιώματα ανάμεσά τους και τον Ιάκωβο Γούρρη ως δικαστή, που όμως υπήρξε ευνοούμενος του νέου βασιλιά. Οι νεοδιορισμένοι, μαζί κι ο Γούρρης, με πρόεδρο τον Πέτρο Λουζινιανό αποτέλεσαν το συμβούλιο της αντιβασιλείας, την πραγματική κυβέρνηση του νησιού. Αλλά με την διαγωγή του ο Ιάκωβος Γούρρη γρήγορα έγινε τόσο μισητός ώστε ξεσήκωσε λαϊκή εναντίον του και του Ιωάννη Β' κατακραυγή, που πιθανώς οργανώθηκε από την θεία και επίσης ευνοούμενη του βασιλιά Αγκνές και τον έμπιστο του βασιλιά καρδινάλιο Ούγο (1437). Ο βασιλιάς αναγκάσθηκε να κλειστεί στην ακρόπολη και η αναταραχή έληξε μόνο όταν υπεσχέθη ο Ιωάννης να εξορίσει από την Αυλή τον Ιάκωβο Γούρρη για ένα χρόνο.
Στα 1457 ο Γούρρη επανευρίσκεται ως βισκούντης Λευκωσίας (από πότε αγνοούμε), υποστηρικτής της βασίλισσας Ελένης Παλαιολογίνας. Όταν ο νεαρός 17χρονος Ιάκωβος, νόθος γιος του Ιωάννη Β', ήδη αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας, μετά την χηρεία της αδελφής του Καρλόττας από τον σύζυγό της Ιωάννη ντε Κοΐμπρα (θέρος 1457) στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του να γίνει αυτός ο διάδοχος του θρόνου, σκότωσε τον τσαμπερλάνο και γι’ αυτό στερήθηκε τα εισοδήματα της αρχιεπισκοπής, θεώρησε υπαίτιο γι’ αυτό τον βισκούντη Ιάκωβο Γούρρη, αν και ο τελευταίος προσπάθησε μάταια να τον βοηθήσει να τα ανακτήσει. Ο Ιάκωβος ο Νόθος, επιστρέφοντας από τη Ρόδο όπου είχε διαφύγει μετά το φόνο, ένα εξάμηνο αργότερα μαζί με τον Γουλιέλμο Γονέμη*, μπήκε κρυφά στη Λευκωσία με φίλους του και πρώτη του δουλειά ήταν, σύροντάς τον από το κρεβάτι του, να σκοτώσει τον Ιάκωβο Γούρρη. Λεηλάτησαν επίσης το σπίτι του. Άλλη ομάδα υποστηρικτών του Νόθου λεηλάτησαν το σπίτι του αδελφού του Ιακώβου Γούρρη, σιρ Θωμά Γούρρη, ο οποίος όμως διέφυγε. Όταν λίγο πιο ύστερα ο Ιάκωβος Νόθος αποκαταστάθηκε στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα, ο πολυμήχανος τυχοδιώκτης διόρισε τον Θωμά Γούρρη οικογενειακό και εκκλησιαστικό οικονόμο του, «συγχωρώντας» την έχθρα του, για να τον ηρεμήσει και κερδίσει με το μέρος του, προφανώς διότι παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί ήταν ακόμη ισχυρός. Ο Θωμάς εδέχθη το αξίωμα, αλλά ποτέ δεν συγχώρησε τον Νόθο για όσα είχε κάμει κατά του ιδίου και του αδελφού του.
Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο Πέτρος Γούρρη, αναφέρεται στα 1489. Κατά τον Ιούνιο του χρόνου αυτού, λίγο μετά την αναχώρηση της Αικατερίνης Κορνάρο στη Βενετία, Τούρκοι κουρσάροι επέδραμαν στην Καρπασία. Στόλος υπό τον σιρ Πέτρο Γούρρη και τον σιρ Ιάκωβο Μοράμπιτ στάλθηκε να τους καταδιώξει αλλά επέστρεψε με άδεια χέρια, μετά οκτώ μηνών μάταιες επιχειρήσεις.
Το νεώτερο ελληνικό κυπριακό επώνυμο Κούρρης είναι εξέλιξη του Γούρρης σε οικογένειες ελληνικές και εξελληνισμένες, από τον Μεσαίωνα, που το διατήρησαν, ενώ το επώνυμο Χούρης φέρουν σήμερα κατά το πλείστον οικογένειες λιβανικές που προ 100-150 ετών ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, μόνο μερικώς ακόμη εξελληνισμένες.
Το χωριό Γούρρι επίσης πήρε το όνομά του από την οικογένεια κτητόρων Γούρρη.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια