Γραφή

Image

Η αρχέγονη μορφή της Κυπριακής γραφής εντάσσεται στην πρώτη φάση της Τελευταίας εποχής του Χαλκού και αντιπροσωπεύεται από διάφορους συνδυασμούς ευθύγραμμων και καμπυλόγραμμων σημείων, χαραγμένων πάνω σε πινακίδες και αγγεία από πηλό. Το μέχρι σήμερα αρχαιότερο δείγμα χρονολογείται στο 1500 π.Χ. και παρουσιάζεται στο πάνω μέρος μικρής πήλινης πινακίδας, ορθογώνιου σχήματος, που βρέθηκε το 1955 στην Έγκωμη Αμμοχώστου. Πρόκειται για μια επιγραφή, χαραγμένη στη μια όψη της πινακίδας και αποτελούμενη από 21 μεγάλα γραμμικά σημεία, διευθετημένα σε τρεις σειρές και χωρισμένα μεταξύ τους με δυο οριζόντιες γραμμές. Παρόμοια γραμμικά γραφικά σύμβολα, της ίδιας περίπου περιόδου, παρουσιάζονται και πάνω σε λαβές αγγείων, που προέρχονται από τους αρχαιολογικούς χώρους στην τοποθεσία Παμπούλα του χωριού Επισκοπή της Λεμεσού, κοντά στο Κούριον, και στο χωριό Κατύδατα της κοιλάδας της Σολέας.

 

Τα πρώιμα αυτά γραμμικά σημεία της Κυπριακής γραφής, συγκρινόμενα με τα συλλαβογράμματα της Κρητομινωικής γραμμικής γραφής Α παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες και φανερώνουν τη στενή συγγένεια που τα χαρακτηρίζει. Πρώτος ο Άγγλος αρχαιολόγος sir Arthur John Evans (1851-1943), ο εξερευνητής και βαθύς γνώστης του περίφημου Κρητομινωικού πολιτισμού, διέβλεψε τη συνάφεια των δυο γραφών και διατύπωσε τη θεωρία ότι η αρχική μορφή της Κυπριακής γραμμικής γραφής πηγάζει αυτούσια από την Κρητομινωική γραμμική γραφή Α και ενσαρκώνει απόλυτα την επωνυμία Κυπρομινωική γραφή. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι έρευνες και μελέτες όλων των άλλων αρχαιολόγων, γλωσσολόγων και ειδικών επιστημόνων στον τομέα της ελληνικής προϊστορικής γραφής κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα κι έτσι η θεωρία του Evans επεκράτησε και καθιερώθηκε επίσημα. Ωστόσο η Κυπρομινωική γραμμική γραφή, παρά την αναμφισβήτητη άμεση σχέση και στενή συγγένειά της με την Κρητομινωική γραμμική γραφή Α, από την αρχή κιόλας της γένεσής της απέκτησε τον δικό της τοπικό και ιδιάζοντα χαρακτήρα κι ακολούθησε μια εντελώς ανεξάρτητη πορεία στη μελλοντική της εξέλιξη.

 

Βλέπε λήμμα: Κρήτη και Κύπρος

 

Πρώρα δείγματα εγχάρακτων επιγραφών: Τα πρώτα αμυδρά δείγματα των εγχάρακτων επιγραφών στο πάνω μέρος της πήλινης πινακίδας της Έγκωμης και στις λαβές των αγγείων από την Παμπούλα της Επισκοπής και τα Κατύδατα ακολουθούν άλλες επιγραφές, που παρουσιάζονται σ' όλες τις φάσεις της Τελευταίας εποχής του Χαλκού και συνεχίζονται αδιάλειπτα μέχρι το 1050 π.Χ., που σημειώνει το τέλος της εποχής αυτής και καθορίζει την αρχή της Πρωτογεωμετρικής εποχής. Μεταξύ του 1400 και του 1230 π.Χ. οι αποκαλυφθείσες επιγραφές περιορίζονται σε ελάχιστα γραμμικά σημεία, κυρίως πάνω σε πήλινα αγγεία, που αναφέρονται σε μεμονωμένες λέξεις ή πολύ μικρά κείμενα. Στη διάρκεια της τρίτης φάσης της Τελευταίας εποχής του Χαλκού, που παρεμβάλλεται μεταξύ του 1230 και του 1050 π.Χ., ανήκουν όλες οι υπόλοιπες επιγραφές των πήλινων πινακίδων και των χάλκινων ταλάντων από την Έγκωμη, μερικά εγχάρακτα γραμμικά σύμβολα πάνω σε πήλινους σφαιρικούς σβώλους και σε μια κυλινδρική σφραγίδα από τον ίδιο αρχαιολογικό χώρο, άλλα γραμμικά συμβολικά σημεία πάνω σε παρόμοιους σφαιρικούς σβώλους από το χώρο του αρχαίου Κιτίου και την περιοχή Χαλά Σουλτάν Τεκκέ στη Λάρνακα καθώς και αρκετά ενεπίγραφα αντικείμενα με γραπτά ή εγχάρακτα σημεία, που περιλαμβάνουν πήλινα αγγεία, υφαντικά βάρη και αναθήματα και διάφορα άλλα πήλινα, χάλκινα και ελεφάντινα μικροτεχνικά έργα, που προέρχονται από διάφορους αρχαιολογικούς χώρους σ' ολόκληρη την Κύπρο. 

 

Κυπρομινωνικές γραφές της Ουγκαρίτ: Διάφορες πήλινες πινακίδες και αρκετά αγγεία παρόμοια με τη μορφή Κυπρομινωικής γραφής, που χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.Χ., βρέθηκαν και στον αρχαιολογικό χώρο της παραλιακής πόλης Ουγκαρίτ στη Συρία. Το γεγονός αυτό οδήγησε μερικούς ερευνητές να καταλήξουν στο εύλογο συμπέρασμα ότι, στη διάρκεια της τρίτης φάσης της Τελευταίας εποχής του Χαλκού (1230-1050 π.Χ.) λόγω των συνεχών εμπορικών συναλλαγών της Κύπρου με τη Συρία και των στενών πολιτιστικών δεσμών των δυο χωρών, υπήρχε κυπριακή αποικία στη συριακή αυτή παραλιακή περιοχή. Τόσο οι κυπρομινωικές επιγραφές της Ουγκαρίτ, όσο και οι γνήσιες κυπριακές, που προέρχονται από την Έγκωμη και από διάφορα άλλα μέρη του νησιού, είναι χαραγμένες πάνω σε πήλινες πινακίδες ψημένες σε κλίβανο και σε λαβές πήλινων αγγείων. Η χάραξη των κυπρομινωικών γραμμικών σημείων ακολουθούσε το ψήσιμο των πινακίδων και των αγγείων και φαίνεται να γινόταν με οστέινες γραφίδες, όπως μαρτυρεί η ανεύρεση αρκετών τέτοιων δειγμάτων στην Έγκωμη, στην Παλαίπαφο και στο Κίτιον. Ένα άλλο γνώρισμα που χαρακτηρίζει την Κυπρομινωική γραφή είναι ότι παρουσιάζεται σε μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, γεγονός που υποδηλώνει την ευρεία χρήση της, σ' αντίθεση με την Κρητομινωική, που περιορίζεται μόνο στις πινακίδες και τα αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τα ανακτορικά και τ' άλλα αρχεία των πόλεων. Η ευρύτητα της χρήσης της επιβεβαιώνεται και από την εξάπλωσή της σ' ολόκληρο το νησί και στη γειτονική συριακή παραλιακή περιοχή της αρχαίας Ουγκαρίτ.

Γραμμική Β: Γύρω στο 1450 π.Χ., που καθορίζει το τέλος της τρίτης Νεοανακτορικής περιόδου στην Κρήτη και αποτελεί την αφετηρία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού και της ραγδαίας ανάπτυξης και εξάπλωσης του Μυκηναϊκού πολιτισμού, τόσο στην ίδια την Κνωσό όσο και στον υπόλοιπο ελληνικό μυκηναϊκό χώρο αναπτύσσεται μια νέα μορφή γραμμικού γραφικού συστήματος, η Γραμμική γραφή Β, που επιβάλλεται σταδιακά και αντικαθιστά ολότελα την Κρητομινωική Γραμμική γραφή Α αμέσως μετά την ολοκληρωτική καταστροφή και εγκατάλειψη του ανακτόρου της Κνωσού το 1400 περίπου π.Χ. Το νέο αυτό γραφικό σύστημα, που αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Michael Ventris, βοηθούμενο στον γλωσσικό τομέα από τον John Chadwick, καθηγητή της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, αποτελεί αναμφίβολα το γραπτό εκφραστικό μέσο της Αρχαϊκής Ελληνικής γλώσσας. Μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. η διάδοση και χρήση του ξαπλώθηκε ευρύτατα και κάλυψε ολόκληρο τον αιγαιακό και ηπειρωτικό κόσμο. Παράδοξα όμως στην Κύπρο, παρόλο που οι Μυκηναίοι άρχισαν να καταφθάνουν σαν έμποροι και τεχνίτες από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, γύρω στο 1200 π.Χ. εγκαταστάθηκαν μόνιμα και εξελλήνισαν το νησί, η Γραμμική γραφή Β είναι αχρησιμοποίητη και η Κυπρομινωική γραφή συνεχίζει ανεπηρέαστα την παράδοσή της μέχρι τουλάχιστον το 1050 π.Χ. και ίσως και στη διάρκεια των μεταγενέστερων Γεωμετρικών χρόνων. Το περίεργο αυτό γεγονός εξηγείται μόνο με την αναμφίβολη στερεή θεμελίωση και ευρύτατη διάδοση της Κυπρομινωικής γραφής και την προσαρμογή των Μυκηναίων σ’ αυτή.

 

Βλέπε λήμμα: Αχαιοί και Κύπρος

 

 Παράλληλη χρήση των δύο γραφικών συστημάτων: Στις αρχές της Ελληνιστικής εποχής (325 - 50 π.Χ.) εξακολουθεί η παράλληλη χρήση των δυο γραφικών συστημάτων, που συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι το 312 π.Χ. Το έτος αυτό, εκτός του ότι σημειώνει την κατάργηση των αρχαίων κυπριακών βασιλείων, δηλώνει συνάμα και την εξαφάνιση της Κυπροσυλλαβικής και την πλήρη επικράτηση της Ελληνικής, Κοινής, αλφαβητικής γραφής. Στους μεταγενέστερους Ελληνιστικούς χρόνους η ελληνική Κοινή γραφή και η αντίστοιχη γλώσσα διαδίδονται με πολύ γοργό ρυθμό σ' ολόκληρη την Κύπρο και σ' όλα τα στρώματα του κυπριακού Ελληνισμού. Αναρίθμητα δείγματα της νέας αυτής μορφής της πανελλήνιας Κοινής αλφαβητικής γραφής αποτελούν οι πολυποίκιλες επιγραφές, κυρίως πάνω σε μάρμαρο και ασβεστόλιθο, που προέρχονται από τους διάφορους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου, καθώς και τα πολλαπλά συγγράμματα.

 

Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής (50 π.Χ. - 395 μ.Χ.) παρά την ύπαρξη και μερικών κειμένων στη Λατινική γραφή, το κυπριακό αλφαβητικό σύστημα συνεχίζει να αποτελεί το βασικό και αποκλειστικό μέσο για τη γραπτή έκφραση της Κοινής ελληνικής γλώσσας. Όπως και στην Ελληνιστική εποχή έτσι και στην εποχή αυτή, τούτο είναι καταφανέστατο στα απειράριθμα δείγματα των μαρμάρινων και ασβεστολιθικών επιγραφών καθώς και στα διάφορα γραπτά έργα των αρχαίων συγγραφέων. Στην Πρωτοχριστιανική περίοδο (395 - 650 μ.Χ.) και στους μετέπειτα Βυζαντινούς, Μεσαιωνικούς και τους Νεότερους χρόνους, παρόλο που οι επιγραφικές μαρτυρίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες, τα πολυάριθμα συγγράμματα φανερώνουν ότι η Κοινή πανελλήνια αλφαβητική γραφή, παρέμεινε σε συνεχή χρήση και αφού πέρασε από διάφορα εξελικτικά στάδια με τις κατά καιρούς ανάλογες μεταρρυθμίσεις και αλλοιώσεις, απέκτησε τη γνωστή σημερινή της μορφή.

 

Δ. ΧΡΗΣΤΟΥ 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image