Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Κκιλιππίριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κελεππούριν (μεγάλη ευκαιρία για αγορά).

Συνώνυμα:

Κιλιππίριν, Κκελεππούριν (το)