Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024
Τράπεζα Κύπρου & Εφημερίδα Πολίτης
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
SupportCY
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Κκιλίντζ̌ιρος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. ο κουρελής. 2. ο τσιγγάνος. 3. μτφ. ο λερωμένος και ακατάστατος άνθρωπος.
Συνώνυμα:
Κκιλιντζ̌ίρα (η), Κκιλιντζ̌ιρίν (το)