Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καυκάρα (η) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. καύκαρος (1. αυτός που δεν έχει μαλλιά. 2. θηλυκό πρόβατο που έχει κουρευτεί. 3. ακέρατο ζώο).

Συνώνυμα:

Καυκαρίν (το), Καφκάρα (η), Καφκαρίν (το), Κάφκαρος (ο)