Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Κατσούνιν (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. κάτσινας (1. ο γάντζος. 2. το μακρύ ραβδί που στο τέλειωμα του μοιάζει με γάντζο. 3. εξάρτημα, που ενώνει τον ζυγό και τη βουκάνη στο άροτρο 4. μτφ. 1. ο ταλαιπωρημένος. 2. οτιδήποτε λυγισμένο).
Συνώνυμα:
Κατσούνα (η), Κάτσουνας (ο)